"Lined Out", Dreama's Daily |
Καλέ μου Τσαλαπετεινέ,
Σκεφτόμουν να σε ρωτήσω κάτι.
Τις προάλλες, διέσχιζα τα σκιερά δρομάκια του συγκροτήματος των εργατικών πολυκατοικιών. Έκοβα δρόμο και μάζευα δροσιά για το σπίτι. Μυρίζει
αλλιώτικα εδώ. Απλωμένα ρούχα, φρεσκάδα, νοιάξιμο, μαλακτικό. Εδώ οι μπουγάδες
δεν κρύβονται σε εσωτερικά μπαλκόνια. Δεν προβληματίζονται με την προσβολή της αισθητικής
ενός βρακιού εκτεθειμένου σε κοινή θέα. Δεν ντρέπονται ούτε για τα χρώματα ή τ’
αρώματα ούτε για τα μπαλώματα. Δεν είναι καν προκλητικές. Είναι αυτές που είναι. Μια χρηστική παράδοση.
Βλέπεις, στα σπίτια που πιστέψανε πως ανήκανε στη μεσαία τάξη, που λέγαμε κάποτε, τα ρούχα αποτραβήχτηκαν απ' τα μάτια του κόσμου. Μαζί τους εξαφανίστηκε και το άρωμα του φρεσκοπλυμένου. Η πολιτική ορθότης επέβαλε να μην εκθέτουμε τα εσώρουχα, τις οσμές, τα σώψυχα, τις σκέψεις μας δημοσίως. Πολλοί σταμάτησαν και να σκέφτονται. Ανέθεσαν τους λογισμούς τους στα δελτία των ειδήσεων και τις δουλειές του σπιτιού σε κυρίες των ανατολικών χωρών. Ταυτόχρονα οι μπουγάδες τους γίνανε άοσμες κι αόρατες.
"My Venice Laundry", Terry J Lev |
Κι ας είναι κοινό το τοπίο σ' όλα τα ευλογημένα μέρη της Μεσογείου.
Πινελιές για ζωγράφους, φορεσιές ταξιδιάρικες, ατίθασες, να χτυπιούνται στα
σχοινιά να λευτερωθούν, να τις καταλαμβάνουν λες τα στοιχειά του ανέμου.
Ίδια η αίσθηση και στα καντούνια του νησιού. Η αστική ηθική, αγκαλιά με την πολιτική ορθότητα μένουν πίσω στην πόλη να συντηρούνται απ' το αυτόματο πότισμα. Το δημόσιο άπλωμα απενοχοποιείται. Σαν το ξεγύμνωμα στην παραλία και το λιώσιμο του έρωτα. Τα φρεσκοπλυμένα
λιάζονται και μπερδεύονται στον αέρα. Συχνά, τα μανταλάκια δεν επαρκούν. Οι
πετσέτες ή θα τυλιχτούν -ασφυκτικά χταπόδια- στο σκοινί, ή θα ταξιδέψουν στο
διπλανό σπίτι-χωριό-ξεροχώραφο-νησί, ανάλογα με το κέφι ή τη ζοχάδα του
μελτεμιού. Τα μαγικά χαλιά του ανέμου και του καλοκαιριού. Τα οσφραίνεσαι και
ταξιδεύεις μαζί τους. Πλανάρεις σ' ένα σεντόνι που δεν πρόλαβε να στεγνώσει. Οι βρεγμένες άκρες του, έχουν βαρύ χέρι. Κρατιέσαι απ' τα κεντήματα μιας νωπής και φουσκωτής μαξιλαροθήκης. Νομίζει κι αυτή πως σαλπάρει. Πως είναι λέει ταχύπλοο, παρασυρμένο ανεμούριο, παιδικό μπαλόνι-δραπέτης.
Και να λοιπόν, τι θέλω να σε ρωτήσω:
Εσύ, που ως πτηνό, φτερουγίζεις πότε εδώ και πότε εκεί κι έχεις τη δυνατότητα να τα βλέπεις όλα από θέση προνομιακή, θα ‘θελα να μου πεις, πώς σου φαίνονται όλα τούτα τ’ απλωμένα στα σκοινιά; Σου τραβούν την προσοχή; Φτάνει η ανθρωπίλα τους ως τον ουρανό;
(Δεν φαντάζομαι να κουτσουλάς τα μαγικά χαλιά, ε;)