Σάββατο 13 Απριλίου 2013

Βουλιάζουμε άρα υπάρχουμε


Ίσως έτσι πρέπει να γίνει. Ίσως η παρα-φύση της νέας παγκόσμιας τάξης έτσι έχει σκοπό να πράξει. Ίσως να το επιδιώκουμε ολόψυχα και όλοι εμείς. Στις προσευχές μας. Στο άλλο μας εαυτό, τον καλικαντζαράκο, που κρύβεται μέσα και παραφυλάει. Γιατί σε τι άλλο μπορούμε να ελπίζουμε άλλωστε;

Όπως τότε, στο μακρινό 2003, με το πευκοδάσος στο χωριό. Ένας ιδιαίτερα ζεστός Γενάρης. Οι κάμπιες που πολλαπλασιάστηκαν υπέρμετρα και ανεξέλεγκτα· μετά βίας προσπαθούσες να τις αποφύγεις, όταν έκανες τη συνηθισμένη βόλτα στο δάσος, δίπλα στη θάλασσα, προσπαθώντας να αναπνεύσεις ιώδιο και οξυγόνο, ξεχωριστά από το κάθε ρουθούνι, γιατί είχες ακούσει ότι το μείγμα τους είναι εκρηκτικό. Κι εσύ δεν θα ήθελες εκείνη τη συγκεκριμένη εποχή να αντέξεις άλλο πάταγο μέσα σου. Έπειτα ήταν κι η άνοιξη που δεν έλεγε να ξεκινήσει. Κι εσύ σε κατάσταση βραδυφλεγούς αναμονής, ξυπνούσες κάθε μέρα και κοιτούσες απέναντι, μέσα από το παράθυρο, περιμένοντας, μάταια, την αναγέννηση της φύσης. Δεν ήξερες τι είχε συμβεί. Στην τελευταία συνέλευση των δέντρων, δεν ήσουν καλεσμένος, είχες απομακρυνθεί πολύ από κοντά τους. Τα κοίταζες μέσα από γυάλινα κάδρα και φαρδιά τοιχοποϊία. Και όταν περπατούσες δίπλα τους ήσουν πάντα βυθισμένος στις θορυβώδεις σκέψεις σου. Εκείνα είχαν πάρει την απόφασή τους.
Κάθε μέρα ανακάλυπτες και μια καφέ κουκίδα στο γυάλινο κάδρο σου. Με το πέρας των μηνών που είναι λογοδοσμένοι στην άνοιξη, όλο το δάσος είχε γίνει σταχτοκαφέ. Και το καφέ δεν ταίριαζε καθόλου με το γαλάζιο της θάλασσας που το περιέβαλε. Οι κάτοικοι του χωριού το κοιτούσαν λυπημένοι. Ήταν, από την αρχή του αιώνα όταν κάποιοι συγχωριανοί τους αποφάσισαν να το φυτέψουν για να αντισταθμίσουν την ξεραϊλα της περιοχής, το στολίδι της πόλης τους. Η καθημερινή ανάσα τους. Μηνύσαν στην πολιτεία. Φέραν γιατρούς και άλλους σπουδαγμένους. Πλήρωναν όσο-όσο. Μέσα από διαβουλεύσεις, συμβουλές και αντιδράσεις, αλληλοσπαραγμούς και μεγαλοσχημίες, ο χρόνος κυλούσε. Το δάσος είχε ξεραθεί κι όλοι μαράζωναν και βαλάντωναν. Το χειμώνα έφτασαν να νοσταλγούν τις κάμπιες. Κι εσύ, είχες βαρεθεί να κοιτάζεις μέσα από το παράθυρο, κάθε πρωί, αφού δεν σου άρεσε πια αυτό που αντίκριζες. Το δάσος είχε αραιώσει όπως αραιώνουν τα μαλλιά στους γέρικα κεφάλια. Κατάλαβαν ότι το δάσος γέρασε κι αυτό και σε λίγο θα πέθαινε. Το θεώρησαν θεία δίκη και παραιτήθηκαν.

Οι μυρωδιές των θάμνων και των αγριολούλουδων έδειχναν ότι πλησίαζε, για μια ακόμη φορά, η άνοιξη. Η θάλασσα φάνταζε ήρεμη. Κι ένα κοτσύφι πέταξε από μακριά και ήρθε και σου κτύπησε το τζάμι. Κι εσύ, όπως ρίχνοντας μια ματιά μέσα από το κάδρο σου, είδες μια πράσινη τούφα στα γέρικα μαλλιά. Όσο οι μέρες που μεγάλωναν, οι τούφες φούντωναν. Αρχές του καλοκαιριού, τα πρώτα μπάνια έγιναν, όπως πάντα της Αναλήψεως, στις παραλίες κάτω από το καταπράσινο δάσος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου