Σήμερα συνάντησα την Ελλάδα σ’ ένα βαγόνι του ηλεκτρικού.
Δεν ήταν η Ελλάδα του Ντελακρουά.
Ήταν ένας γέρος με ματιά γαλανόλευκη-καλορυθμισμένο λέιζερ.
Tο βλέμμα του είχε τη
σβελτάδα του θηράματος που τη γλυτώνει χρόνια. Ένας παππούς φολκλόρ. Με τριμμένο
καρό σακάκι και φαρδύ καφέ παντελόνι. Πουλούσε μαγκούρες αν και όπως περήφανα
μας δήλωσε, είχε κλείσει τα ενενήντα κι είχε –αυτός που τον βλέπαμε- ένα
κορίτσι εξήντα χρονών. Ένα κορίτσι, που προφανώς, δεν υπήρξε ποτέ παιδί.
Όχι, δεν συνάντησα αυτήν την Ελλάδα |
Διαχυτικός, μουρντάρης, πολυλογάς και κοινωνικότατος. Εύκολος
στα χαμόγελα και στην κουβέντα. Το βαγόνι τον υιοθέτησε. Τον ανακήρυξε μασκότ της
διαδρομής Ομόνοια-Πευκάκια. Έτοιμη ήμουν να τον συμπαθήσω. Έτοιμη ήμουν να τον
λυπηθώ που δούλευε ως τα βαθιά γεράματα. Μέχρι που οι άλλοι επιβάτες αποφάσισαν
να τον τσιγκλήσουν για τα πολιτικά. Κι ο παππούς άρχισε να κελαηδάει.
-
Εσείς τίποτις δεν έχητε ζησ’. Δεν ξέρητε. Τι ειν’
πόλεμος. Κατοχή. Πείνα. Σκτμοί
Σκέφτηκα πως κανένας δεν θα τολμούσε να φέρει αντίρρηση σ’
αυτό κι ο παππούς συνέχισε να μαζεύει πόντους στο αυτόματο σύστημα της συννεφοαξιολόγησης.
Κι όμως, ένας νεαρός, καθισμένος απέναντι, έσφιξε το χέρι της
κοπελιάς του κι αντιμίλησε.
-
Κι εσείς που ξέρατε, γιατί κάνατε όλες αυτές τις
συμφωνίες; Γιατί υποχωρήσατε; Γιατί καταδικάσατε τη γενιά τη δικιά μου στην
ανεργία και τη μετανάστευση;
-
Εμείς κάναμ' ότι μας λέγανε οι δυνατοί. Τι άλλο
να κάναμ'; Εμείς ζήσαμε με βάσανα. Να ζήσετε κι εσείς.
Και πάλι, παραδέχτηκα την ειλικρίνεια του παππού. Την
ευστροφία και την ανάληψη του βάρους μιας ολόκληρης γενιάς στις πλάτες του μαγκουροπωλητή. Ένα κάποιο στάλαγμα γενναιότητας.
Γιατί, πολύ μ’ αρέσει να βρίσκω ήρωες. Να θαυμάζω αγνώστους.
Αλλά ο ήρωας μου συνέχισε ακάθεκτος:
-
Αμ τι να κάναμε στην Κατοχή; Να πηγαίναμε κόντρα;
Σαν τους τρελούς τους αντάρτες; Που σκότωναν 300 γερμανούς και μετά εκείνοι
αφάνιζαν 30.000 δικούς μας; Χωριά ολόκληρα πήρανε στο λαιμό τους οι αντάρτες.
Αντί να κάτσουν ήσυχα και να περιμένουν να περάσει αυτό. Όλο τους προκαλούσαν τους
γερμανούς. Δεν χρειζούμαστ' ήρωες. Λογική θέλαμ' κι ησυχία.
Κάπως έτσι διαλύονται οι απόπειρες ηρωποίησης. Η φωνή της λογικής φαλτσάρισε. Παράσιτα καλύψανε τη γλύκα των περήφανων γηρατειών. Το γρέζι του νόμου των αγορών κρεμότανε από την άκρη της μαγκούρας και δεν κατάφερνε να κρυφτεί.
Ξαφνικά, δεν μπορούσα να
συμπαθήσω τον παππού. Ούτε και να τον λυπηθώ που δούλευε ως τα βαθιά γεράματα γιατί έμοιαζε τόσο με μια Ελλάδα χρόνια, σαν πάθηση. Αντιηρωική, αντικαζαντζακική. Μια Ελλάδα που σου 'ρχεται να την αγκαλιάσεις ή να τη φτύσεις. Δεν ξέρεις τι να την κάνεις. Κι εκείνη σε κοιτάει με το μάτι του θηράματος που τη γλυτώνει χρόνια. Πάνω απ' το δικό σου πτώμα. Ή μέσα από σένα. Ή σαν κι εσένα.
Σαν παλιό βίντεο, θόλωσε κι ο Γιώργος Θαλάσσης.
Αυτοί οι φιλήσυχοι πολίτες.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι νομοταγείς.
Εκείνοι που υπομένουν τα δύσκολα χωρίς αντίρρηση...
Πως με θυμώνουν!
Πόσο δειλοί είναι τελικά!
Δεν με θυμώνει η δειλία. Οι περισσότεροι λογικοί άνθρωποι, δειλοί είναι. Ο ραγιαδισμός όμως, ναι, είναι σιχαμένος.
Διαγραφή"Ξαφνικά, δεν μπορούσα να συμπαθήσω τον παππού. Ούτε και να τον λυπηθώ..." σε καταλαβαίνω, το έχω νοιώσει κι εγώ πολλές φορές τελευταία...μήπως έχουμε (μεγαλώσει και) σκληρύνει όμως;
ΑπάντησηΔιαγραφήΥπάρχει ένα σημείο ισορροπίας νομίζω ανάμεσα στην σκληρότητα και στην ευαισθησία. Για να διαφυλαχθεί η τρυφερότητα απαιτεί ένα σκληρό περίβλημα. Για να επιβιώσει η αγάπη χρειάζεται φρούρηση, διαφορετικά η εξωτερική σκληρότητα μεταδίδεται στο εσωτερικό.
ΔιαγραφήΛυπηρές αυτές οι διαπιστώσεις, έτσι δεν είναι; Παλεύουμε μάλλον όσο μπορούμε, να μην τις υιοθετήσουμε. Αυτός ο τύπος που συνάντησες είναι ο πρόγονος αυτού που ζούμε τώρα. Το τραγουδάκι με το μικρό Ήρωα είναι πολύ εύστοχο... Καλό μήνα εύχομαι!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό σου μήνα. :)
Διαγραφή