Τρίτη 9 Αυγούστου 2011

Εκεί που δεν μπορείς να πας

Φωτογραφία του Λεωνίδα
Αυτό δηλώνει το όνομα της παραλίας: Απηγανιά. Κανείς δεν πάει εκεί. Το μονοπάτι είναι απότομο, γεμάτο αγκάθια, λογχοφόρα βάτα, θυμάρια ανθισμένα και μοσχοβολιστά μεν, αρπαχτικά ωστόσο ρούχων και γυμνού δέρματος. Κατεβαίνω και σκέφτομαι ορειβατικούς γάντζους και σχοινιά. Mετά θυμάμαι πως δεν έχω ούτε και ξέρω να χρησιμοποιώ παρόμοιο εξοπλισμό. Συνεχίζω την κάθοδο, γιατί τα νερά εκεί κάτω παραείναι πράσινα, η άμμος υπερβάλλει σίγουρα -δεν μπορεί να έχει στ’ αλήθεια πασπαλιστεί με χρυσόσκονη- και κάποιος πρέπει επιτέλους να διαψεύσει όλο αυτό το παραμύθι της τάχα μου υπαρκτής -σαν το σοσιαλισμό- ονειρικής παραλίας ακόμα και διακινδυνεύοντας τη σωματική του ακεραιότητα. Κι έπειτα είναι εκείνο το ΔΕΝ. Δεν πηγαίνεις εκεί. Η απαγόρευση που προκαλεί την παράβαση. Αν δηλαδή  βρω τόπο να πατήσω, χώμα αρκετό να χωρέσει ολόκληρο το πέλμα της σαγιονάρας κι όχι μια επικλινή ακρούλα. Κι εκεί που το χέρι πάει να πιαστεί σε ασταθή κοτρώνα, τη βρίσκω κατειλημμένη από γλωσσού σαυρίτσα, με την οποία κοιτάζομαι κατάματα μέχρι ν’ αναγκαστώ να χαμηλώσω το βλέμμα. Μόνο τότε, μου κάνει τη χάρη να πάει παραδίπλα. Κατεβαίνω κι ήδη σκέφτομαι το ανέβασμα μετά το βάφτισμα σ’ αυτή την αμνιακή λεκάνη.

Τετάρτη 3 Αυγούστου 2011

Ανασχηματισμός

Χελιδονόψαρα (Dactylopterus volitans) φωτογραφημένα από το Λεωνίδα
Η θάλασσα στραφτοκοπάει κι αδιαφορεί για τους θαυμαστές της. Αδιαφορεί και γι αυτόν το μικροσκοπικό ανθρωπάκο. Χτυπιέται στο κανό, μάταια ελπίζοντας να την κατακτήσει.
Ο τύπος έχει δώσει εντολή στους καταδρομείς ν’ απομακρυνθούν. Θέλει να μείνει μόνος. Να θυμηθεί πως είναι να κυκλοφορείς χωρίς την απειλή των λαϊκών εκδηλώσεων αγάπης. Εδώ στα βαθιά, νιώθει ασφαλής. Εννοείται πως βυθός, καιρός και επιφάνεια έχουν ήδη σαρωθεί από τους άνδρες της ασφάλειας. Οι μόνιμοι κάτοικοι της περιοχής, μπαρμπούνια, κουτσομούρες, κέφαλοι, κοκοβιοί, δράκαινες ροφοί, γλώσσες και χταπόδια περιμένουν να περάσει. Όλα περαστικά είναι στη θάλασσα. Κάτι ψάρια –όλοι στο βυθό ξέρουν γι αυτά πως τα έχουν τελείως χαμένα κι ακούνε φωνές- λένε ότι ο τύπος είναι αρχηγός του κοπαδιού των ανθρώπων. Τα ψάρια δεν έχουν σε εκτίμηση τους ανθρώπους, ούτε αυτούς με τα δίχτυα, τις τράτες και τους δυναμίτες ούτε τους άλλους που κορδώνονται θαρρώντας πως κουμαντάρουν τα κοχυλότσουφλά τους. Άρπαγες και φαντασμένοι, αλλά τόσο ηλίθιοι; Αυτός είναι ο καλύτερος τους;

Δευτέρα 1 Αυγούστου 2011

Πότε ήρθες; Πότε θα φύγεις;


Ξαναγυρίζω στο χωριό, στον αστικό εκείνο τόπο πλέον που επιμένω να αποκαλώ 'το χωριό' όταν όλοι το λένε με το όνομά του, ικανοποιώντας κάπως ενδόμυχα τη ματαιοδοξία τους, αφού τα τελευταία χρόνια χαίρει ιδιαίτερης αναγνώρισης και εκτίμησης από τους ντόπιους ταξιδευτές. Ξαναγυρίζω για τις καλοκαιρινές διακοπές, κι εγώ όπως και οι παιδικοί μου φίλοι, με την οικογένεια, που είναι άλλη από αυτήν που γνωρίζαμε όταν είμασταν παιδιά. Κάθε καλοκαίρι, φέρνει και την αναπόφευκτη επιστροφή της ψυχής στα φίλια χώματα.


Τετάρτη 27 Ιουλίου 2011

Χρόνια πολλά!


Επειδή τα χρόνια πολλά, ποτέ δεν είναι αρκετά.
Επειδή μια χαζομαμά γεννιέται την ώρα που της δείχνουν το έκπληκτο εξωγήινο πλάσμα που βγήκε απ’ τα σπλάχνα της και καταπώς βλέπω, διατηρεί τον τίτλο κι όταν το μωρό γίνει αγοράκι και στη συνέχεια έφηβος και μάλλον  θα  συνεχίσει απτόητη μετά την ενηλικίωσή του.
Επειδή δεν σταματάω να λιγώνομαι κάθε φορά που βλέπω αυτά απέραντα πράσινα μάτια.
Επειδή η κάθε μέρα ξεκινάει με μια ευχή: να είσαι χαρούμενος, να περνάς καλά, να ζεις, να πλουτίζεις το μυαλό, να ομορφαίνεις κι άλλο το βλέμμα, να νιώθεις περήφανος κι αυτάρκης.
Χρόνια πολλά δεκαπεντάχρονο αγόρι!
(Μα πότε πρόλαβες να γίνεις δεκαπέντε;)
Να σκίσεις!

Δευτέρα 25 Ιουλίου 2011

Νερό

Φωτογραφία του Λεωνίδα
Στην Αθήνα καύσωνας. Εδώ, στο νησί το προσεγγίσιμο από μια μικρή γέφυρα, ένα ελαφρύ δυτικό αεράκι ανακατεύει την τεμπέλικη θαλασσινή επιφάνεια. Τεμπελιάζω κι εγώ στην παραλία διαβάζοντας ένα βιβλίο. Μιλάει κι αυτό για καύσωνες, για μια απειλή και για τον σύντροφό της το φόβο. Το ξεκίνησα χτες και δεν λέω να τ’ αφήσω ούτε σήμερα. Κι ας φυλλομετρώ τις τελευταίες του σελίδες κι ας ξέρω από τώρα πως σε λίγο θα μου λείψει και θα θέλω να μάθω κι άλλα για τους ήρωες εκείνους την ιστορία των οποίων δεν ολοκλήρωσε ο σοφός συγγραφέας.
Δίπλα μου ένα ζευγάρι που όχι μόνο πάτησε τα πενήντα, μα τα ξενύχιασε κιόλας. Κάποτε ήταν κι οι δύο καλογυμνασμένοι. Το καταλαβαίνεις κι ας έχουν φορέσει το άκομψο κοστούμι της μέσης ηλικίας πάνω απ’ τα κανονικά κορμιά τους. Ο γείτονας κολυμπάει ήδη κι ετοιμάζεται να βγει στην παραλία, τώρα που βλέπει τη γυναίκα του να δοκιμάζει τη θερμοκρασία των κυμάτων που χοροπηδούν σαν παιχνιδιάρικα κουτάβια γύρω από τα πόδια της. Τι στο καλό, σκέφτομαι. Μια ολόκληρη θάλασσα δεν τους χωράει και τους δύο; Πρέπει να την απολαμβάνουν εκ περιτροπής; Η σύζυγος εκτελεί την τυπική τελετουργία της καθημερινής βάφτισης. Σαν πραγματική κυρία δεν παραδίνεται στις βουτιές. Κρατάει το κεφάλι τεντωμένο –προσοχή στον αυχένα- να μην βρέξει τα μαλλιά. Κολυμπάει παραμερίζοντας –όχι αγκαλιάζοντας- το νερό, ίσως και να υπολογίζει τις απλωτές. Στις πόσες λογαριάζεται για μπάνιο στον προσωπικό της κώδικα αξιολόγησης;