Σάββατο 12 Απριλίου 2014

μια απριλιάτικη μπόρα

*
Έφτασε Παρασκευή απόγευμα, χωρίς να το καταλάβω Η άνοιξη σε προϋπαντά στην πόλη, δίχως να το πάρεις είδηση. Σου πλημμυρίζει τη μύτη πριν καν το αντιληφθούν τα μάτια σου. Όταν όμως την πιάσουν και τα μάτια, αρχίζει το καρδιοχτύπι. Εσύ το αποφεύγεις γιατί δεν σε αφορά. Βρίσκεσαι στο τέλος της βδομάδας χωρίς σχέδιο. Τέλος χρόνου χωρίς προοπτική. Ακόμα χειρότερα, με προοπτικές χωρίς νόημα ή χωρίς ενδιαφέρον.

Οι πρώτες απογευματινές ψιχάλες. Δροσερή απριλιάτικη βροχή και σκέφτομαι τους γεωργούς που'χουν (άραγε;) πολλά σπαρμένα. Κατεβαίνω με τα πόδια στο κέντρο του επαρχιακού προαστίου. Δυο εργάτες καθαρίζουν την τσιμεντόκολα από τις φρεσκοτοποθετημένες πλάκες. Βιάζονται να τελειώσουν. Να παραδώσουν το νέο πεζόδρομο. Που δεν τους αφορά. Να προλάβουν να εισπράξουν το μεροκάματο πριν αλλάξει ο δήμαρχος. Αυτός που θέλει να αφήσει στην 'πόλη του' την προσωπική του σφραγίδα. Και μας χαμογελά φουσκώνοντας από περηφάνια ουρλιάζοντας από τη γιγαντοαφίσα: Πρώτα το Μαρούσι. Μετά όλοι εσείς. Οι ρέστοι στα τάρταρα. Ο ηγεμονίσκος με σημαία την τοπικιστική ιδιοτέλεια. Και για τρίτη φορά μέσα σε μια δεκαετία βάζει να αλλάξουν τις πλάκες του πεζοδρομημένου κέντρου. Οι καταστηματάρχες διαμαρτύρονται. Τους παρατηρώ να κοιτάνε απελπισμένα. Και μετά ρίχνω μια ματιά στην πραμάτεια τους. Οι τιμές τους παραμένουν απειλητικά ακριβές. Εκείνοι συνεχίζουν να διαμαρτύρονται για το κοντινό μωλ. Το κατ'εξακολούθηση πραξικοπηματικά προεκλογικό δώρο, κάθε φορά και πιο απομακρυσμένο από την παραδοσιακή φόρμα δεν τους αφορά. Οι βιτρίνες τους ντυμένες στα ροζ παλ, στις κρεμ-φρες, στο πουά αρζάν. Κρυώνω και σφίγγω το κασκώλ γύρω από το λαιμό μου.
Οι ομπρέλες ανοίγουν σιγά-σιγά κι εγώ αρχίζω να βαδίζω πίσω από ακέφαλα σώματα. Σκουντουφλάω σε παρέες δεκαεφτάχρονων που βγήκαν διάλειμμα. Η βροχή δεν τους αγγίζει. Ξεχειλίζουν από εξισώσεις κι αρχαία κείμενα. Κλεισμένα τα ανοιξιάτικα απογεύματά τους μέσα σε τσιμεντένιες αίθουσες φρακάρουν τα μυαλά τους. Η βροχή δυναμώνει αλλά ο ήχος που κυριαρχεί είναι αυτός του κομπρεσέρ. Το παχύσαρκο αδέσποτο τρυπώνει ανάμεσα στους περαστικούς, που στριμώχνονται κάτω απ'τα γείσα και τις τέντες πάνω από τις βιτρίνες, και σπεύδει προς την καβάτζα του. Το καφενείο της πλατείας είναι τίγκα στους γέροντες που κάθε τόσο κοιτάνε αφηρημένα τους περαστικούς. Τους ανταποδίδω το απρόσωπο βλέμμα. Η εμπορική κίνηση και τα λασπωμένα πεζοδρόμια δεν τους αφορούν. Η πολιτικολογία και ειδήσεις των οκτώ είναι πλέον το μόνο τους ενδιαφέρον. Τα μαγαζιά αλλάζουν ιδιοκτήτη και είδος με ταχύτητα που δυσκολεύομαι να αφομοιώσω. Τρομάζω να τα αναγνωρίσω. Φοβάμαι να αποδεχτώ τους πελάτες τους. Το μαγαζί όπου κάθε τόσο έπαιζε καμιά λάιβ μπάντα μεταμορφώθηκε σε γουρουνάδικο**. Αυτά με τα λιγότερα τετραγωνικά σου διαθέτουν έτοιμη για μάσημα τροφή. Παντού σε προμόσιον ο καφές. Κράχτης ο καφές. Σε αυτά που δεν πουλάνε κάτι να φας, κάτι να πιεις και κάτι να φορέσεις, φτιάχνεις μαλλιά και νύχια. Γιατί είναι σημαντικό να μπορείς να τρως σουβλάκι με σωστό κούρεμα και νύχι βαμμένο. Δυο-τρία διαθέτουν πανομοιότυπα κακόγουστα παπούτσια. Τα κορίτσια με τις μπότες αγοράζουν πέδιλα. Όσο χαμηλότερα πέφτουμε, τόσο ψηλότερα τακούνια πουλιούνται. Σε κάποια άλλα τα κουτιά και τα ράφια τρέχουν να προλάβουν την πασχαλινή αγορά. Στη μέση του πεζόδρομου απρόσκλητα τρία συντριβάνια παραβγαίνουν με τη βροχή. Αγοράζω μπεζέδες και γυρίζω όψιμα σπίτι. Ανάβω ένα κερί.

* ο πίνακας του E.J.Paprofksi
**Mr Porky, Mrs Porky ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων

4 σχόλια:

  1. Πολύ ωραίος πίνακας! Νομίζω πως αυτή σου η περιγραφή θα ταίριαζε άνετα και στο δικό μου προάστιο. Το μόνο που θ άλλαζε θα ταν το όνομα του προαστίου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. σκέφτηκα να μη βάλω το όνομα, αλλά μου φάνηκε υπεκφυγή...κάνουν και σε σας έργα;-Ρ

      Διαγραφή
  2. Καλύτερα δεν ήσουν με την αγοραφοβία σου λοιπόν τόσο καιρό, ε? Και παρεπιπτόντως, μπεζέδες υπάρχουν?

    ΑπάντησηΔιαγραφή