Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013

Παγιώσεις και Χαμόγελα

Σήμερα το πρωί έβαλα μπρος τ’ αμάξι κι έριξα μια ματιά στο ρολόι. 6:15. Τελευταία φορά αυτό το χρόνο που ξεκινάω τούτη την ώρα, είπα λίγο στενόχωρα. Την Κυριακή γυρνάμε μια ώρα πίσω. Σιγά τ’ αυγά θα μου πεις. Εδώ έχουμε γυρίσει πίσω κάτι αιώνες κι έχω αντιδράσει ελάχιστα. Αλλά, να. Είναι το μυαλό που κάνει τις δικές του συμβάσεις και δεν σου στέλνει επισημάνσεις και υπομνήματα. Μόνο σκάει στα ξαφνικά μια νοσταλγία και ψάχνεσαι να βρεις από πού ήρθε. Μα νοσταλγείς την καλοκαιρινή ώρα, θα μου πεις. Ε, δεν ξέρω. Ίσως να νοσταλγώ το καλοκαίρι. Μπορεί πάλι να σκέφτομαι πως μαζί με τη θερινή ώρα, ξεκολλάει άλλη μια φλοίδα από το κρεμμύδι του χρόνου που μου απομένει.

Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2013

Στιγμές ύπαρξης


Κάπου-κάπου η καθημερινότητα σε γυρίζει στα παιδικάτα σου ενώ η σκέψη σου ψηλαφεί για παλιές αμυχές σωτηρίας. Σαν τα πρόσωπα από τα κινούμενα σκίτσα, που, τρέχοντας σαν παλαβά, φτάνουν πάνω από το κενό, χωρίς να το'χουν πάρει χαμπάρι, λες και κάποια μαγική δύναμη-φόβος ή όνειρο, τους έχει δώσει τα φτερά να πετάξουν, να φτάσουν ως εκεί, και που το επόμενο καρέ αυτό της πραγματικότητας-ή της φαντασίας του σκιτσογράφου, τα βάζει να πέφτουν ανώμαλα, μέσα.

Όταν σου τραβούν το χαλί κάτω από τα πόδια, ενώ εσύ το είχες στρώσει για να κοιμηθείς
Όταν ο κόσμος γύρω σου σβήνει απαλά και αργοχάνεται κι εσύ μένεις μόνος/η με τον εαυτό σου
Όταν ο χρόνος κυλά αδυσώπητα αργά ή ανεπαισθήτα γρήγορα
Όταν θολώνουν τα μάτια σου και τίποτε δεν σε παρηγορεί
Όταν ψάχνεις να κάνεις το μεγάλο βήμα σε τοπίο ομιχλώδες και ασταθές

Τότε ο χρόνος δεν είναι πια φίλος σου, είναι εχθρός σου
Τότε οι φίλοι σου γίνονται αγαπημένοι
Τότε οι αγαπημένοι σου γίνονται φίλοι σου

Κι όταν η μπόρα περάσει, ξαναζείς με τα μάτια στεγνά, ξαναβλέπεις καθαρά μέσα από τον ήλιο, ξανακάνεις αγόγγυστα όνειρα και διακρίνεις τ'ανθρώπινα, αυτό που άξιζε τελικά. Κοιτώντας προς τα πίσω και διαπιστώνεις ότι κάτι έχεις χάσει ή κάτι δεν θυμάσαι πια. Ίσως να μην άξιζε, γιατί αλλιώς θα ήταν εκεί.

Είναι ανθρώπινη αξιοσύνη το πόσο καλά η μνήμη "φυλάει τα έρμα".

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2013

Tι μένει;

Γεννιέσαι ανήξερος.
Αρχίζεις τα μαθήματα. Αναπνέεις, τρως. Εστιάζεις, αναγνωρίζεις, χαμογελάς. Στέκεσαι όρθιος. Ή μήπως να μπουσουλήσεις; Περπατάς, ισορροπείς, μιλάς, ελέγχεις τις βασικές σου ανάγκες.
Εκπαιδεύεσαι στον πόνο. Απλές δερματικές αμυχές μοιάζουν να πονάνε αφόρητα στην αρχή. Αντέχεις όμως, υπομένεις, κρατάς την ανάσα. Βαστιέσαι.
Ανήκουστο, μα δεν είσαι το κέντρο του κόσμου. Δεν πλέκονται σενάρια γύρω από την ύπαρξη, την εξόντωση ή την αποθέωσή σου. Είσαι τόσο σημαντικός, όσο καταφέρνεις εσύ να πιστέψεις.
Μαθαίνεις  την σκληρότητα των άλλων. Ανακαλύπτεις τη δική σου σκληράδα. Πληγώνεις όσους σε παίρνει. Πληγώνεσαι απ όσους λαχταράς. Τρομάζεις. Υπάρχει και χειρότερος φόβος. Η απώλεια. Οι απώλειες. Μέχρι κι ο θάνατος  ο ίδιος. Ακόμα και των αγαπημένων. Ο θάνατος μπορεί να αφορά κι εσένα; Ο φόβος εισβάλει αγκαλιά με το χάρο. Άλλοτε ντύνεται άγχος, άλλοτε ανασφάλεια, αρρώστια, φτώχεια, αποτυχία, χ-φοβία, μα από κάτω είναι πάντα ο ίδιος σκελετός.
Νοιάζεσαι άλλους. Τα θαλασσώνεις. Μαθαίνεις τη συγγνώμη. Μαθαίνεις πως η συγγνώμη δεν αρκεί. Σκέφτεσαι θεραπείες. Σπανίως πετυχαίνεις. Εκτός κι αν προσπαθήσεις, ξανά και ξανά. Μαθαίνεις να γιατρεύεις. Μαθαίνεις να συγχωρείς. Ακόμα και τον εαυτό σου. Μαθαίνεις να επιλέγεις και ν’ απολαμβάνεις την ομορφιά. Μαθαίνεις να κρατάς μακριά τους κακούς και τους χλιαρούς. (μαθαίνεις;)
Και μετά έρχεται η άνοια (ή η αρρώστια).
 Χάνεις τα κλειδιά σου. (ή ένα κομμάτι του κορμιού σου). Ξεχνάς τι έφαγες. Αν έφαγες, ποιος σε ταΐζει, ποιος σε νοιάζεται, τι σου είναι.
Οι φόβοι πετάνε τα κοστούμια και σκελετοί σου ορμούν από κελάρια ανήκουστα.
Δεν αναγνωρίζεις τα χτυπήματα. Βλέπεις εχθρούς. Μόνο σκελετούς. Πληγώνεις όσους σε παίρνει. Σε πονάνε όσοι λαχταράς.
Ο πόνος χειροτερεύει. Δεν αντέχεις. Ξεχνάς την υπομονή.
Οι ανάγκες σου γίνονται ανεξέλεγκτες. Ξεχνάς να μιλάς,
να περπατάς, να τρως. Ξεχνάς ν' ανασάνεις.
Τέλος.

Στο τέλος τι μένει;
Τα χέρια σου είναι άδεια κι ότι κληροδοτείς σ΄όσους κοιτούν δεν είναι παρά μια απάντηση.
Άξιζε τον κόπο;
Αν άξιζε, φεύγεις μ’ ένα χαμόγελο. Μόνο αυτό. Όλο αυτό.

Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2013

Το βιβλιοπωλείο


Τυχερός όποιος του αρέσει το διάβασμα κι έχει κοντά στο σπίτι του ένα καλό βιβλιοπωλείο. Γιατί η επιλογή του βιβλιοπωλείου δεν είναι απλή υπόθεση. Ο χώρος του πρέπει να σε ελκύει, η αύρα του να σε μαγεύει, να το σκέφτεσαι και να νιώθεις την ανάγκη να επιστρέφεις, και το κυριότερο, να βρίσκεις εκεί έναν πρόθυμο κι ενημερωμένο συζητητή, κάποιον που να μοιράζεσαι την έγνοια σου για τα καινούργια βιβλία ή την άποψή σου για τα παλιά.
Μέρα φωτεινή και απροσδιόριστα ζεστή. Στη γειτονιά του πατρικού μου. Στον πεζόδρομο τα παιδιά που σχόλασαν από ώρα παίζουν μπάλα. Ένα βιβλιοπωλείο απέναντι από το σχολείο. Αν δεν ξέρεις ότι βρίσκεται εκεί, δύσκολα το ξεχωρίζεις καθώς περπατάς αφηρημένα στο δρόμο. Στην εποχή της ταμπέλας και της πλαστικής σακούλας, προκαλεί έκπληξη η διακριτική παρουσία του. Ρίχνω μια ματιά στη βιτρίνα κι αφού έχω ξεμπερδέψει από τις δουλειές μου νωρίς, αποφασίζω να το δοκιμάσω. Κατεβαίνω τα δύο-τρία σκαλάκια και σκύβω ελαφρά για να περάσω τη μαρκίζα. Κοιτάζω γύρω μου. Μυρίζω φρεσκοτυπωμένο χαρτί. Από το φορητό CD player φυσάει ο πεχλιβάνης. Όμορφα προχωρά η μέρα μου…

Δύο νεαρά παιδιά. Γελαστά. Δεν με έχουν ξαναδεί, αλλά μου φέρονται σαν να είμαι τακτική πελάτης. Ευγένεια. Σεβασμός. Επαγγελματισμός.
Ρωτάω για βιβλία και βοηθήματα για μικρά παιδιά-για τα ανίψια-ζητώντας περισσότερες πληροφορίες, όπως συνηθίζω. Με εξυπηρετούν με το παραπάνω. Κι όταν η οικειότητα κερδίσει την αμηχανία μου περνάω σε πιο αιχμηρές ερωτήσεις.
Πώς πάει η δουλειά; Τι γίνεται τώρα που η γειτονιά έχει αλλάξει μίγμα πληθυσμού; Απαντούν με αφοπλιστική ειλικρίνεια:

«Δεν έχουμε παράπονο. Τώρα που άνοιξαν τα σχολεία υπάρχει αρκετή κίνηση. Δεν δουλεύουμε για το κέρδος μόνο. Όσο έχουμε δουλειά κι ο κόσμος έχει ανάγκη από βιβλία θα είμαστε εδώ. Εδώ έχουμε μεγαλώσει; Πού να φύγουμε να πάμε;»

Φεύγω με ανάλαφρη καρδιά και αρχίζω να σκέφτομαι πότε θα ξαναπάω.