Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα φυτά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα φυτά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 7 Ιουνίου 2013

Στις κατηγοριοποιήσεις που πιστεύεις



Προσπαθώ να φυτέψω μαργαρίτες του αγρού στη γλάστρα του γραφείου, στη θέση του τελευταία φυτεμένου φυτού, εσωτερικού χώρου, ειδικά αγορασμένο για γραφείο, με ολίγο φυσικό φως και πολύ τεχνητό, με ολίγη φυσική ατμόσφαιρα και πολύ τεχνητή, με σταθερές συνθήκες πίεσης και υγρασίας, σε θερμοκρασία ανάλογη με τα κέφια του ρυθμιστή. Πιάνουν όμως. Αντέχουν. Δεν ξεραίνονται. Περιμένουν κάτι. Την επόμενη άνοιξη;

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2013

Γιόζμου


Ήταν η πιο ψηλή απ’ όλους μας. Η πιο καλλίκορμη ακόμα και στα βαθιά της γεράματα. Περίεργη καθώς ήμουν από μικρή, έψαχνα τα πράγματά της κι είχα ερωτευτεί μια χοντρή πλεξούδα μαλλιών. Την είχε κόψει στα νιάτα της, όταν αποφάσισε να υιοθετήσει ένα πιο μοντέρνο λουκ καρέ. Λαμποκοπούσε στο χρώμα του κοκκινελιού. Τόσο όμορφο κόκκινο δεν έχω δει σε δειγματολόγιο βαφών. Ούτε σε καμιά διαφήμιση.
Ούτε στη μητρική της γλώσσα, τα ρώσικα, ήξερε να γράφει και να διαβάζει. Ελληνικά δεν έμαθε ποτέ σωστά κι ας ήταν χρόνια στη χώρα. Παράκουγε λιγάκι κι αυτό την έκανε να χάνει και τις ηχητικές αποτυπώσεις των λέξεων. Έτσι η μοτοσυκλέτα γινόταν μοντσυκλέτα, ο άνθρωπος, άτρωπος, ο Θεός, ατεός και ο αητός, ατός.

Απ’ όλες τις λέξεις που πρόφερε λάθος, μια την αγαπούσα πολύ. Το γιόζμου. Έτσι απέδιδε η γιαγιά μου το δυόσμο. Της άρεσαν πολύ τα φυτά. Η μάνα μου, που ποτέ δεν χώνεψε την πεθερά της, έλεγε πως αγαπούσε τις γλάστρες πιο πολύ από μας. Η γιαγιά σχολίαζε την κακία μ’ ένα «Χμ…» κι ένα ρούφηγμα της μύτης. Αν η κακία είναι άστοχη, δεν πονάει και δεν χρειάζεται ν’ ασχοληθείς.
Τ΄ αγαπούσε  όμως πολύ τα λουλούδια. Στο στενό μας μπαλκονάκι έθαλλαν δεκάδες κεραμικές γλάστρες με δαντελένια χείλια και τα πιατάκια τους γεμάτα νερό. Να μην της διψάσουν ποτέ τα παιδιά της. Απ’ όλα τα λουλούδια, το πιο χαϊδεμένο   ήταν ο γιόζμου. Κι όταν του έκοβε φυλλαράκια για ν’ αρωματίσει τους κεφτέδες, έσκυβε και του ψιθύριζε μυστικά στα καταπράσινα αυτιά . Κρυφάκουγα.  Δεν καταλάβαινα. Στα ρώσικα του τα ‘λεγε. Αλλά κι αν δεν έπιανα τα λόγια, το λόγο της αδυναμίας  τον ήξερα. Καμουφλάζ ήταν η παραφθαρμένη λέξη. Γιος μου ήθελε να πει και μας κορόιδευε. Στον μπαμπά μου ψιθύριζε τα γλυκόλογα. Στο μοναχοπαίδι της, μα δεν ήθελε να πυροδοτήσει παραπάνω  ζήλειες. Το ήξερε κι εκείνος και της έριχνε εκείνες τις συνωμοτικές ματιές όταν καθόμαστε γύρω απ' το τραπέζι. Μισά χαμόγελα κι αστεία στη γλώσσα τους που κανείς δεν μπορούσε να ξεκαρδιστεί μαζί τους, παρά μόνο εκείνοι οι δυο. Νομίζω πως γελούσαν με την προσφυγιά και την ορφάνια τους. Με τη φτώχεια και το θάνατο. Με όλα αυτά απ΄ τα οποία είχαν γλυτώσει. Με τα χαμόγελα του Χάρου που του ξέφυγαν μέσα απ’ τα δόντια. Και τους κοιτάζαμε κι  εμείς σαν χαζοί τρώγοντας μυρωδάτους κεφτέδες.