Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 2017

Στην αίθουσα αναχωρήσεων

Λένε, για να εκτιμήσεις τη ζωή, πήγαινε σ΄ ένα νοσοκομείο. Δεν χρειάζεται θα σου πω. Πήγαινε σε μια αίθουσα αναχωρήσεων. Να εκτιμήσεις την αγάπη. Όπως έλεγε η πεθερά μου, αξίζει πιο πολλά λεφτά.

Χτες το βράδυ, μια βαλιτσούλα στεκόταν μπροστά στην εξώπορτα. Κάθε που περνούσα μπροστά της, ήθελα να την κλωτσήσω. Τη νύχτα, που ήταν μια σταλιά, το γατί πήγε και κοιμήθηκε μαζί του. Τις υπόλοιπες μέρες, προτιμάει τον μικρό.

Μέχρι πριν λίγο, στο καφέ του αεροδρομίου, καθόταν απέναντι, το αγόρι μου το όμορφο. Ούτε καν 5:30 το πρωί, άνοιξε η πύλη της πτήσης. Βιάζονται οι βλαμμένοι να τηρήσουν τους χρόνους. Σήμερα βρήκαν.
Σηκώθηκε. Νυσταγμένο, λίγο ανυπόμονο για την καινούρια και τελευταία χρονιά στο Πανεπιστήμιο και τις αιτήσεις για δουλειά που θα ζυγίσουν τις ολόφρεσκες γνώσεις, λίγο στενοχωρημένο που μας φεύγει πάλι. 
Πώς το λέει η Λίτσα Διαμάντη; Νύχτα στάσου! 
Γιατί η αγάπη πάει με τα λαϊκά όσο ο ελληνικός με το τσιγάρο. 

Να χαζέψω λίγο ακόμα το μαλλί που θέλει κούρεμα. Πάλι. Να ισιώσω λίγο το τσουλούφι. Να τραβηχτεί, να το ξανασκεφτεί, να κάτσει τελικά να τον αγκαλιάσω. Όταν φεύγει, μ’ αφήνει να τον αγκαλιάζω. Όταν επιστρέφει, μ΄ αγκαλιάζει κι αυτός. Για λίγο. Όσο απομακρύνεται από την εφηβεία, αυτό το λίγο γίνεται μια σταλιά περισσότερο. Να χαζέψω τα μάτια κυρίως.
Ναι, εντάξει, όλες οι μαμάδες θεωρούν τα μάτια των παιδιών τους τα ομορφότερα, αλλά του όμορφου είναι αντικειμενικά ξεχωριστά. 
(η μαμά)

Αυτή η χορογραφία πρέπει να έχει παιχτεί εκατομμύρια φορές στις αίθουσες αναχωρήσεων.

Φεύγει, κατεβαίνει τις σκάλες. Η Ryanair είναι στο κάτω πάτωμα. Γυρνάει και με ψάχνει. Όπως έκανε πιτσιρικάκι. H ικανοποίηση στο βλέμμα του, που είμαι εκεί και τον χαιρετάω, είναι ένα σημαιάκι στο χάρτη του χρόνου. Μια νίκη. Ένα: ήμουν εδώ. Χρόνε, φάε την σκόνη μας.

Χάνεται από τα μάτια μου και παρατηρώ έναν μπαμπά που αποχαιρετά την κόρη. Το κορίτσι είναι λίγο βαριεστημένο απ’ την πολλή φροντίδα, αρκετά μεγάλο ωστόσο, να την απολαμβάνει. Χαμογελάει. Φιλιούνται, αγκαλιάζονται. Αγάπη σπασμένη σε αιωρούμενα κρυσταλλάκια ολούθε. Ο μπαμπάς έχει αυτό το θαμπό βλέμμα. Παζάρεψε με τα δάκρυα να μην κατρακυλήσουν, οπότε στέκονται μέσα στα μάτια κι αλλάζουν τους δείκτες διάθλασης. Πρέπει να τα βλέπει όλα με τη ματιά του δύτη. Κοιταζόμαστε. Καταλαβαινόμαστε. Καταφατικό γνέψιμο. Κι εγώ δύτρια στην ίδια θάλασσα.  Τα ψαράκια μας απογειώνονται.


Σπλουτς αγάπες μου.
Piety Dsilva

Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου 2017

Η συκιά


*
από το μπότη στο ροΐ κι απ' τση συκιάς το γάλα
[παροιμία από την Ηλεία, προκειμένου περί απίθανου]

η συκιά έστεκε εκεί στην άκρια του λόφου, αρχέγονη κι απροσποίητη, εκατό χρόνια της χάρισαν την πρώτη φορά, ξεγελώντας την, μπας και τους αντέξει, χειμώνες, στο αγιάζι με τα κλαδιά της παρακλητικά, άνοιξες, περιμένοντας τους ορνιούς να την γονιμοποιήσουν, καλοκαίρια, φορτωμένη και συλημένη, φθινόπωρα, με τα φύλλα της να την εγκαταλείπουν και να ροβολούν, κι αυτή να κρατάει στο διηνεκές· είναι πια γριά, πάνω από δέκα χιλιάδες χρόνια, από την εποχή που τραγούδαγαν τα παραμύθια κι έψελναν την αντρειοσύνη,

ανθρώπινα ισοδύναμα της έχουν δώσει, αλλά αυτή δεν το γνωρίζει, ξέρει μόνο από ήλιο κι αέρα, από νερό και χώμα κι από ιερό χορτάρι· στο σώμα της ακούμπησαν πολεμιστές και γεωργοί, κλέφτες κι αρματολοί, αντάρτες και βοσκοί, στα κλαδιά της κρεμάστηκαν καριοφίλια και τσαμπούνες, σχοινιά και μάλλινες πλεξούδες, τα φύλλα της μια φορά τα’κοψε η γριά να φτιάξει πομάδα για τις κρατσοελιές, το γάλα των καρπών της το ζούληξε η νια να βράσει μυστικό μαντζούνι για το σπέρμα του άντρα της, τους καρπούς της τους χάρισε σε περαστικούς και καβαλάρηδες, σε κορίτσια εύμορφα κι άχαρους ζητιάνους, και στα παιδιά που σκαρφάλωναν στον ουρανό για να μετρήσουν τ’άστρα,

είδε κι απόειδε απ’ του καιρού τα γυρίσματα, από τις μέρες και τις νύχτες που ερχόντουσαν κι έφευγαν χωρίς να αλλάζουν, από τις ατελεύτητες λεηλασίες του κορμιού της και τα παιδιά της τα συμβούλεψε να κρύβουν τα άνθη τους, την καρδιά τους να φυλάνε σαν τα άνθη της ψυχής τους, μήπως και γλυτώσουν· κι η αλήθεια είναι ότι έφτιαχνε όμορφα παιδιά, γαλαζοπράσινα σφαιρικά και λεία, όπου την έτρεφε ο ήλιος, αψιά και μυρωδάτα, όπου την πότιζε η βροχή, με σάρκες ρόδινες και μωβ, με επίγευση μέλι και κεχριμπάρι, αλλά παιδιά παράκουα, ούτε τη μάνα τους δεν άκουγαν, ούτε τη μοίρα τους την άτυχη τη γνώριζαν· κάποια θαρραλέα πρωτοκλασάτα ξεπρόβαλαν πρώτα-πρώτα στους επίδοξους τροφοσυλλέκτες, που εύκολα τα’βρισκαν και τα ξερίζωναν, τα άλλα, ντροπαλά που κρύβονταν πίσω από τα φύλλα, θα ‘μεναν πίσω με τη μάνα τους, να μαραζώσουν πάνω στο δέντρο, και στο τέλος θα πήγαιναν άκλαφτα στο χώμα, να τα συνθλίψει κάποιος περαστικός – μην τάχα είναι κάποιος ήρωας, άλλα έτοιμα από καιρό, περίμεναν το ξένο το χέρι να καθορίσει την πορεία τους, κάποια μπαγάσικα έκαναν πως είναι τάχα ώριμα, ενώ κατά βάθος ήταν σκληρά κι άκαρδα και ξίνιζαν όποιον τα’τρωγε, ενώ τα μεγαλύτερα, άγουροι επαναστάτες, θύμωναν κι έκαιγαν με το γάλα τους όποιον τ'άγγιζε,

τα πολλά τα΄κοψαν μια μέρα καλοκαίρι, τα φόρτωσαν και τα’πιασαν σφιχτά, με αλυσίδες σχοίνινες, τα‘μάσαν σε τσαπέλες και τα πήγαν κάτω στο παζάρι να τα πουλήσουν, οι άνθρωποι τα περίμεναν με προσμονή, τα τρυφερά και τα ντελικάτα που έλιωναν στο χέρι τους κι έγλειφαν τα δάχτυλά τους, τα σαρκερά χοντρόφλουδα που τα καθάριζαν αργά-αργά, και τα άλλα τα βασιλικά που τα γεύονταν δαγκώνοντάς τα απαλά, κι αυτά από τη Ρόδο, τα «γλυκά σαν τα όνειρα» που έλεγε κι ο Έρμιππος, μια ουράνια γευσιγνωσία, έλεγαν, και τα συνόδευαν με το ρακί και τα χλωρά τα μύγδαλα,

όταν τα’φάγαν τα παιδιά της, ένιωσε τον πόνο τους αναστέναξε και ζάρωσε· η ζωή κρύφτηκε μες στη ντροπή κι ο πόθος χάθηκε· ένιωσε πως το τέλος της πλησιάζει και ξοδεμένη σιώπησε περιμένοντας το χινόπωρο· τα τρίλοβα τα φύλλα έπεσαν κάτω κι έφτιαξαν χαλί δίχρωμο να προφυλάξουν τις ρίζες της από τον κακό καιρό που ο χαραδριός προμήνυσε,

όταν έφτασε ο χειμώνας, έκοψαν ένα γυμνό κλαδί της, φύτεψαν το ξερόκλαδο στο τέρμα του χωραφιού κι η ζωή ξανάρχιζε...










*Φρέσκα σύκα σε μπλε, λάδι σε επιφάνεια από πλαστικό, 22,85x22,85 εκ. Halima Washington-Dixon

Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου 2017

απολογισμοί και ριστάρτ

η πανσέληνος του Αυγούστου με βρήκε στην Αθήνα, ήξερα ότι αυτό δεν είναι καλό σημάδι για τις διακοπές, αλλά δεν ανησύχησα - εξαρχής,

25 μπάνια - λίγα και με προσοχή, 4 παγωτά - λίγα και με γάλα ντόπιο, απλά πράγματα φέτος, φρόντισα τα ζωντανά και τ’άψυχα - τα δεύτερα για να με κρατήσουν να τα καταφέρω με τα πρώτα,

κολύμπησα κοντά στην ακτή, με μάσκα πάντα, απέφυγα τις τσούχτρες-πλην μιας-δυο, των τελευταίων ημερών όταν παραμένεις μέσα στο νερό λιγάκι παραπάνω μπας και το χορτάσεις, ιδρύθηκε δίκτυο πληροφοριών κι εκπέμπαμε δελτίο τσούχτρας καθημερινά, μέγιστη η ανθρώπινη αλληλεγγύη μπροστά στα μπάνια του λαού,

γνώρισα όμως πολλά ψαράκια, του βυθού και του αφρού, σαρώνοντας τη θάλασσα, με μια μάσκα βίντατζ, χάρισμα, από τότε που πηγαίναμε Πάτμο, της χαμένης - πια – φίλης Λ.,
κι από μακριά, μιας κι ο καιρός δεν ευόδωσε κι οι συγκυρίες δεν έστερξαν, απόλαυσα - κατ’επανάληψη και καθ’έξη - τον κόσμο του βυθού όπως υπέροχα τον αποκαλύπτει ο Λεωνίδας, 

στενοχωρήθηκα που φερόμαστε στη θάλασσα και στη ζωή της τόσο ασυνείδητα και βέβηλα και βάναυσα και..., και όχι ρε φίλε, η γόπα δεν λιώνει στη θάλασσα, ούτε την τρώνε τα ψάρια, μύθοι των ηττημένων που έμειναν στα χωριά είναι αυτοί,


έμαθα τα ονόματα των παλιών ιστιοφόρων, αυτών που χτίζονταν με κόπο και μεράκι στα καρνάγια της θαλασσοπολιτείας, κι αυτών που όργωναν τις θάλασσες και τους ωκεανούς, σπέρνοντας καημούς και λαχτάρες, κουβαλώντας σμύρνα, λιβάνι και χρυσό, στο τέλος κατόρθωσα να τα ξεχωρίζω, σκούνα, μπάρκο, γολέτα, λόβερ...τα επαναλάμβανα κάθε βράδυ αντί να μετράω τ'αστέρια,


περιπλανήθηκα τα πρωινά μέσα στις βουκαμβίλιες και στα καλντρίμια, χάθηκα τα βράδια μέσα στις καλές μουσικές, ξενύχτισσες κι αυτές,


κεραστήκαμε βασιλικές ρακές και ψάρια, φίλοι γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι κάποιο δειλινό στην παιδική ακρογιαλιά, ανεκτίμητο Τάκη μου, κι ας τους να λένε για τα μεγαλύτερα ψέματα που λέγονται μετά το ψάρεμα, εκείνο το βράδυ ήμασταν η ζωντανή απόδειξη του αντίθετου,
είμαι έτοιμη πια, φόρεσα και τη ζακετούλα












(οι υποβρύχιες φωτό είναι μερικές μόνο από τις φωτογραφίες που έβγαλε φέτος στο βυθό της Τήνου ο Λεωνίδας)