Αποφεύγοντας να μιλήσω για το νησί που
άφησα πίσω, το πόσο λάθος είναι να φεύγεις από την ομορφιά, ας
βυθιστώ σε μια ευτυχία που είναι ακόμα παρούσα.
Ε, ναι, θα πω για βιβλία.
Ήταν μια εξαιρετική αναγνωστική χρονιά η φετινή. Ξεχωρίζω τα καλοκαιρινά.
Τα δύο βιβλιαράκια του Ντε Λούκα για αρχή. Δυσκολεύομαι να διαλέξω
ανάμεσα στο «βάρος της πεταλούδας» και στα «ψάρια δεν κλείνουν τα μάτια». Ίσως η
πεταλούδα να μου άρεσε περισσότερο γιατί διαβάστηκε πρώτη. Έτσι κι αλλιώς οι δύο ιστοριούλες συνδέονται. Έρχονται από το ίδιο σύμπαν κοιταγμένο σε διαφορετικές
χρονικές στιγμές, από άλλα πλάσματα. Μερικά από τα πλάσματα είναι άνθρωποι.Τα υπόλοιπα όμως, ίσως και να 'ναι καλύτερα απ' τους ανθρώπους.
Συγκλονίστηκα στη συνέχεια από τον Χρήστο Οικονόμου. «Το
καλό θα ‘ρθει απ’ τη θάλασσα» μου άρεσε πολύ περισσότερο από το επίσης καλό «κάτι θα γίνει
θα δεις». Ο Οικονόμου διανύει σταδιακά κι απολαυστικά τη διαδρομή ανάμεσα στο
διήγημα και το ώριμο μυθιστόρημα, χωρίς ακόμα
να καταλήγει στο τελευταίο. Αλλά τι να λέμε. Αν πιάνεις στα χέρια ένα βιβλίο που κοιτάει στα ίσα τη σημερινή
Ελλάδα, τις αιτίες της κατρακύλας, τους ανθρώπους και το καλό που μπορεί εντέλει και να ‘ρθει, που μιλάει όχι μόνο χωρίς τους συνηθισμένους αποκρουστικούς διδύμους του κυνισμού και του διδακτισμού, όμως έξω από τα δόντια, δαγκώνοντας σε και δεν μπορείς να αφήσεις το διάβασμα παρά τον πόνο που σου προκαλεί, ε, τότε ξέρεις πως ο συγγραφέας είναι σπάνιο ταλέντο.
Ανάμεσα στα παραπάνω, διάβασα και μερικά άτυχα βιβλία. Πολύ χλωμά
τα κακόμοιρα δίπλα στα διαμάντια. Κάποια τα άφησα στη μέση μπας και τα/με
πετύχω σε ευνοϊκότερη στιγμή.
Και μετά έπεσε στα χέρια μου το μυθιστόρημα που γράφεται για
να χαρακτηρίσει όχι μόνο τη χρονιά, μα μια μακριά αναγνωστική περίοδο.