*
“Με
μια κανονικά κυρτή στάση, έτοιμος για
κατάδυση, εκπωματίζεται από τη γυναίκα,
αφήνοντας τα απορρίματα μέσα της (...)”
Ελφρίντε
Γένικε, Λαγνεία
o
γνώριμος ήχος σε πετυχαίνει μέσα στην
εκκωφαντική ησυχία, ο θόρυβος ξεδιπλώνεται
με την ίδια ταχύτητα, κάθε μέρα την ίδια
πάνω-κάτω ώρα, καταφτάνει ακριβώς έξω
από το παράθυρό σου, τώρα πλέον μαζί με
το πρώτο φως πίσω από τις ξύλινες γρίλιες,
οι πρώτες δυο αισθήσεις αφυπνίζονται,
η μια κάνοντας λογαριασμούς, μετρημένη
πια η απόσταση που θα διανύσει μέχρι να
σε απαλλάξει από το άχθος, υπολογισμένη
η αναμονή της επικείμενης ασφάλειας
που θα αφήσει πίσω της, κάθε φορά που
την ακούς να πλησιάζει, που νοιώθεις
την ανάσα της στο σβέρκο σου, γυρίζεις
πλευρό και αρχινάς να τεντώνεις τα άκρα
σου, αυτά ακολουθούν τ' αυτιά σου, με το
χέρι ακόμη μισομουδιασμένο απομακρύνεις
τα μαλλιά από το πρόσωπο, με τα μάτια
ακόμη κλειστά, κατεβάζεις το χέρι, κι
αρχίζεις να χαϊδεύεσαι, η αφή σε εγρήγορση,
κι ο αχός να σε πλησιάζει, κι εσύ συνεχίζεις
να πιέζεις με απροκάλυπτη ένταση, και
τότε η αποφορά βρίσκει την ανάσα σου,
κι η τέταρτη αίσθηση σκεπάζει τις
υπόλοιπες, οι πρώτες οσφρητικές νότες
στάζουν υγρό στο μέτωπο, κι αρχίζει να
σου αρέσει αυτό που αισθάνεσαι, ο θόρυβος
γίνεται τρομακτικός, ο χρόνος συμπαντικός
κι οι αχτίδες καίνε το γυμνό δέρμα του
βουβώνα, η στιγμή που μια υπέροχη αίσθηση
συγκρούεται με την απωθητική, το
αποτέλεσμα μοιραία θα είναι εκρηκτικό,
το μαρσιποφόρο θωρηκτό βρυχάται κάτω
από το παράθυρό σου, εσύ με την προσωπική
ηδονή σου, κι αυτή με το ξεκαθάρισμά
της, κι ο θόρυβος να σαρώνει τα ανεπιθύμητα
κοινά και τις ακατανόμαστες επιθυμίες,
μικρές ανομολόγητες συμπράξεις, η σχέση
σου με το σώμα σου κι η σχέση της με
τ'απόβλητα,
έχεις
προσέξει πόσοι κάδοι χάσκουν άδειοι
μες στο κατακαλόκαιρο; παρατημένοι μετά
από τη σύμπνοια του οργασμού, πυρακτωμένοι
ακόμη και μέσα στην πρωινή δροσιά, κι
εσύ δεν χωράς πουθενά-σε απομακρύνω,
δεν είσαι πια χρήσιμη-σε διώχνω, δεν
υπάρχεις πια-σε εξουδετερώνω, μια γλυκειά
αναστάτωση, μια καθηλωτική απελευθέρωση,
ένα συμπονετικό τέλος που έρχεται και
φεύγει κάθε αυγή, κάθε καλοκαίρι πιο
ζωντανό, κάθε αυγή πιο στοιχειωμένη,
κάθε καλοκαίρι, κάθε αυγή, χάνεσαι και
ξαναβρίσκεσαι, ανακαλύπτεις το αναπόφευκτο
και το ξαναχάνεις, κάθε φορά κάτω από
το παράθυρο, μέσα στο σπίτι, ένα
εφησυχαστικό μονοσήμαντο τίποτε…
*
Giorgio de Chirico - Busto di donna in riposo, 1935 (from wikipaints)