Να με πάρεις στο πλοίο σου, κουράστηκα να αρμενίζω με το
δικό μου, για χρόνια καπετάνιος και μούτσος, ταυτόχρονα και εναλλάξ, με
τρικυμία ή μπουνάτσα, με παντιέρα ή λάθρα, με σκοπό ή αστόχαστα, στάσου ν’ αδειάσω
τα έρματα μόνο, κι έλα, πάμε,
Έλα να χτίσουμε ένα πλοίο και να ταξιδεύουμε μαζί, να
πλέουμε πελάγη, σύννεφα, ωκεανούς, θάλασσες και ποταμούς, να σκαρφαλώσουμε παγόβουνα,
να κατεβούμε φαράγγια, να βουτήξουμε σε λίμνες παγωμένες, να ζεσταθούμε πάνω
από ηφαίστεια, να κρυφτούμε σε σπηλιές και καλύβες, να κουνάμε το κεφάλι μας αντί
να μιλάμε στη γλώσσα μας, να πιάσουμε ένα ναυτίλο για να ακούσουμε τον ήχο του
ωκεανού, να κοιτάξουμε ένα άγριο ζώο στα μάτια, τολμάμε; να σπάσουμε τα εμπόδια,
που μας κρατάνε πίσω, τολμάμε; να ξαπλώσουμε σε προβλήτες βρώμικες, να κλέψουμε
καρέκλες στην παραλία, να στήσουμε μια σκηνή στον ουρανό, να διαβάζουμε όσο θα ακουμπάμε τα κεφάλια μας
στα σακίδια, να στεριώσουμε τα μάτια μας στο ηλιοβασίλεμα μέχρι να μας πληγώσει
- μόνο αυτό να αφήσουμε να μας πληγώσει, να βυθιστούμε στη μαγεία μιας
ανατολής, με τις δονήσεις να κομματιάσουν τις σκέψεις που κουβαλάμε μέσα μας,
να ζήσουμε αβέβαιες περιπέτειες, ναι, ας κάνουμε βόλτα στους πιο επικίνδυνους
δρόμους του πλανήτη, να συναντήσουμε τις πιο τρελές φυλές στη γη, στο διάολο η
ασφάλεια, αυτή που μας πουλάνε σε τιμή άνισης ευκαιρίας…
Κι ύστερα - ή πρώτα, να φύγουμε προς την Ανατολή, τη
μεθυστική, την απόκρυφη, τη μυστικιστική, αυτήν την πλανεύτρα τη γυναίκα, εκεί
που όλα βρίσκουν το δρόμο τους, εκεί που τα ερωτήματα είναι οι ίδιες οι
απαντήσεις τους…
Κι έπειτα να κυλίσουμε προς το Νότο, αυτόν το γέροντα τον
ταλαίπωρο, που έχει βρει τη ραστώνη του, που τα’χει κάνει πλακάκια με την
τεμπελιά του, το σοφό γεροξεκούτη, που τα΄χει χαμένα και ντρέπεται, που τα
κουτσοπίνει και το κρύβει, αυτός ο νότος θα μας σώσει;
Και μετά να φύγουμε προς το Βορρά, ο βορράς είναι
διάφανος, χωρίς ενδοιασμούς κι αναβολές, ήταν νιος κι άντεξε, δεν διαβρώθηκε
τόσο εύκολα, τόσο γρήγορα, είναι αυτός που αντέχει ακόμη, σαν έφηβος, σκοτεινός
κι απρόσιτος, με το βλέμμα στη φύση.
Ίσως στο τέλος ή στην αρχή, κι όσο αντέξουμε, να σαλπάρουμε
προς τη Δύση, να μας ξελογιάσει με τις ανέσεις της και τους τεχνητούς
παραδείσους της, με τα φαντασιοκοπήματα και τις υπερβολές της, να ζήσουμε λίγο σύμφωνα
με τους κανόνες των άλλων, να ζήσουμε ανυπόφορα, αλλά με νόμο και τάξη,
Μα μη διστάζεις, έλα! Έλα να
απλωθούμε σε νησιά παραδεισένια πάνω σε αιώρες από νήμα ντόπιου μεταξοσκώληκα, να
κολυμπήσουμε γυμνοί στα ποτάμια, να κάνουμε έρωτα πάνω σε βράχους απρόσιτους
και σε μαρμαρένια αλώνια, χορταριασμένα κι άγνωστα, να πίνουμε νερό μόνο από την
πηγή, να ρουφάμε αλμύρα κι αστερόσκονη, να τρώμε φύκια και καρύδες το
καλοκαίρι, ρίζες και μανιτάρια το χειμώνα…Να γίνουμε ένα με τη φύση, όσο μας
μένει, όσο δεν την πληγώνουμε, βυθισμένοι στα ταξίδια μας, να λησμονήσουμε το
χρόνο, μπας και μας λησμονήσει κι αυτός, ας γίνουμε για λίγο, θέλω μας και όχι
τα πρέπει μας, ποιος να μετρήσει αυτό το λίγο; Να σκοτώσουμε το φόβο μέσα μας, να
σταθούμε απέναντι από τον εχθρό - είναι αυτός πραγματικά ο εχθρός μας; έλα να
φύγουμε μακριά από τη σκόνη και το μίσος, από τις σφαίρες και το βουητό του θανάτου,
να γλυτώσουμε τις πλημμύρες και τους ανεμοστρόβιλους, πόσο μακριά είναι το
μακριά;
Το ξέρω, το ξέρεις, όλα αυτά δεν είναι παρά η άγρα της ονειροπαγίδας
μου, ένα συμπίλημα φιλοδοξίας και φαντασίωσης, ένα συνονθύλευμα πραγματικών και
πλασματικών ονείρων, καλοκαιρινών ή παντοτινών, γνώριμων κι αλλότριων, μια δαντελένια
ουτοπία που πλέκω κάθε χρόνο, κάθε άνοιξη, για να κρατά ως το χειμώνα, για να
ξαναρχίσει πάλι, θέλω να δω την άλλη πλευρά της ψυχής σου, μου είπε, ahava είναι η αγάπη, στα
εβραϊκά, μου είπε…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου