Το
κορίτσι μπήκε μέσα στο βαγόνι κοιτώντας
με κάποια αγωνία τριγύρω της.
Φορούσε
ένα πράσινο τσόχινο καπέλο και είχε
περασμένο ένα πλεχτό κασκόλ που έπιανε
το καπέλο, το λαιμό κι έφτανε σχεδόν
μέχρι το σαγόνι. Τα μαλλιά της πιασμένα
όπως-όπως, ίσα που συγκρατούσαν το καπέλο
στη θέση του, αφήνοντας να πέσουν μερικές
στριφτές τούφες πάνω στο μέτωπο. Δεν
έκανε τόσο κρύο που να δικαιολογούσε
τέτοιο ντύσιμο. Το βαμβακερό παλτό,
μακρύ, με μεγάλες τσέπες, σύρθηκε μέχρι
το πάτωμα όταν κάθισε, αναγκαστικά λόγω
του βαριού σακιδίου στην πλάτη της στην
άκρη του καθίσματος. Κουβαλούσε πράγματα,
κουβαλούσε πολλά πράγματα, το σακίδιο,
όχι μόνο δεν την άφηνε να ακουμπήσει
την πλάτη στο κάθισμα, αλλά την έσπρωχνε
κιόλας, σαν να μην τη χωρούσε ο τόπος.
Κοίταγε τις πόρτες που ανοιγόκλειναν
σε κάθε σταθμό, και μετά τη διαδρομή,
που αποτυπωνόταν πάνω από την κάθε πόρτα
του βαγονιού, ανοιγόκλεινε τα χείλη σαν
να διάβαζε τις στάσεις στη γλώσσα της-
είχε κατεβάσει το κασκολομάντηλό της,
και διέκρινες τα λεπτά χαρακτηριστικά
του προσώπου με τα αμυγδαλωτά μαύρα
μάτια. Λεπτά ήταν και τα δάχτυλα, που
εξείχαν από τα κομμένα γάντια, αψιά,
μακριά δάχτυλα με βρώμικα νύχια. Φαινόταν
ταλαιπωρημένη αλλά στεκόταν στητή και
πλήρης, σαν να είχε μόλις γυρίσει από
κάποιο μακρινό ταξίδι, μια αποστολή
εκτός έδρας, ίσως πάλι να είχε ανακαλύψει
κάτι ενδιαφέρον μέσα στα χαρτόκουτα.
Μπορούσες να φανταστείς τι έκρυβε μέσα
του το σακίδιο, αν προλάβαινες να
απαριθμήσεις τόσα πολλά ετερόκλητα
πράγματα πριν φτάσεις στη δική σου
στάση, φανταζόσουν όμως, ρούχα βαμβακερά,
σε χρώματα ερήμου ή της σταχτιάς πόλης,
κατσαρολάκι, γκαζάκι, ένα σετ
κουταλομαχαιροπήρουνα, εφημερίδες σε
λωρίδες-ζεσταίνουν αυτές, ένα μπλοκ
σημειώσεων με δυο-τρία φύλλα αδειανά,
γκρίζα κουπόνια φαγητού, σπασμένες
κερομπογιές, ένα ρολό χαρτί υγείας,
μισοχρησιμοποιημένο, κλεμμένο από
δημόσιες τουαλέτες, αν υπήρξαν, αν τις
πετύχαινε.
Το
κορίτσι μπήκε μέσα στο βαγόνι με αέρα
σιγουριάς.
Φορούσε
ένα πράσινο τσόχινο καπέλο και είχε
περασμένο στο λαιμό ένα πλεχτό κασκόλ,
με απαλή σφιχτή πλέξη, στην ίδια απόχρωση
με το καπέλο, που στεριωνόταν στα
απαστράπτοντα μαλλιά της με μια καρφίτσα
επάργυρη ή πλατινέ - θα ήξερες αν μπορούσες
να κοιτάξεις από πιο κοντά. Το βαμβακερό
παλτό, μακρύ, με μεγάλες τσέπες, στο
χρώμα των ματιών της κι αυτό, διπλώθηκε
προσεκτικά κάτω από τους μηρούς της,
πριν καθίσει στην άκρη του καθίσματος
του τρένου. Έμεινε εκεί με στητή την
πλάτη χωρίς να ακουμπά στο κάθισμα.
Αέρινα. Παρατηρούσε αφηρημένα τις πόρτες
που ανοιγόκλειναν, και πού και πού έριχνε
μια ματιά στο αστραφτερό ρολόι της. Τα
χείλη της, φρεσκοζωγραφισμένα, έμεναν
ακίνητα, σαν αγάλματος καλοσμιλεμένα.
Καλοδιατηρημένα. Αφαίρεσε προσεκτικά
τα δερμάτινα γάντια, αφήνοντας να φανούν
τα μακριά και λεπτά δάχτυλά της και τα
έβαλε με την ίδια προσοχή μέσα στην
τσάντα που κρεμόταν από τον ώμο της.
Λίγα πράγματα περιείχε η τσάντα, αν
μπορούσες να τη διαπεράσεις με το βλέμμα
σου, ένα σημειωματάριο με επαφές και
υποχρεώσεις ένα κινητό μέσα στην απαλή
θήκη του, ένα κομψό στυλό πλάι στο
σημειωματάριο, μια εφημερίδα - ολόκληρη,
ένα πορτοφόλι με υπογραφή και κάρτες.
----------------------------------------------------------------------------
Το
κορίτσι μπήκε μέσα στο βαγόνι χωρίς να
φαίνεται να την απασχολεί ο κόσμος,
βρισκόταν εκεί από παραδρομή. Ο φυσικός
της χώρος ήταν διαφορετικός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου