Ταξίδεψα πολύ στο βυθό του κρεβατιού μου
Ζ.Περέκ
Είναι κι αυτές οι κάποιες μέρες
που στοιβάζεις αναμονή, πληρώνεις τα χρωστούμενα αν δεν τα φορτώσεις στον κόκορα,
ξεχνάς τα απλωμένα, παραμελείς τα ζωντανά, βουλώνεις το σιφόνι στραγγίζοντας τις
σκέψεις κι ανοίγεις τη βρύση. Γεμίζεις την μπανιέρα λίγο πιο κάτω από τη σχισμή
διαφυγής, την τιγκάρεις αλάτι από τα Ιμαλάια-έτσι και αλλιώς μπορεί και να μη
ρίχνει την πίεση, αδειάζεις και το σωληνάριο με τις σαπουνόφουσκες του μικρού-έτσι
κι αλλιώς πεταμένο το’χε στο πάτωμα, και μπαίνεις μέσα ψηλαφώντας τα λαστιχένια
ζωάκια στον πάτο της. Η πρόσβαση, απολαυστικότερη από την ιδιοκτησία.
Βυθίζεσαι και τεντώνεις τα αφτιά
στη διάφανη ησυχία. Και τότε καλειδοσκοπικά αποκαλύπτεται ο απόηχος της μέρας·
η ανάσα που ξεψυχά στη σιγαλιά
τα τζιτζίκια που αναβοσβήνουν συντονισμένα με το θερμόμετρο
οι πλάκες του μπαλκονιού που συρίζουν, ενοχλημένες από τις
συναρμογές τους
το ροχαλητό που αποστρέφεσαι
μια μπαλκονόπορτα που σέρνεται κι αναστενάζει
ο φίκος της σκάλας που ξέστριψε με πάταγο και κοιτά προς τ’απάνω
ένα κομπιναιζόν με μια τρύπα από τσιγάρο και το δάχτυλό της να
στριφογυρίζει ανάμεσα
ένα βογκητό συνουσίας που σχίζει την ησυχία-δεν αναγνωρίζεις αν είναι της γάτας ή της κυρίας με τα μπλε
Μίλα ψιθυριστά όταν μιλάς γι’ αγάπη
Η πολυκατοικία που ξυπνά·
το ξυπνητήρι χτύπησε καθυστερημένα
ένα πλυντήριο ανενόχλητο αδειάζει τα χρωματιστά νερά του
το πουλί ανοίγει το κλουβί του, είναι η ώρα του πρωινού
κάποιος ψάχνει το αμάξι του
τα κωλόχαρτα φτερουγίζουν πίσω από μια βιαστική σκουπιδιάρα
Τίποτε δεν έχει βρει το ρυθμό του ακόμη
Σαν να άκουσες το βουητό ενός απολείποντος ανέμου κι αρχίζεις
να παρακολουθείς τα αξιοθέατα της γειτονιάς· το σκυλί σπάνιας ράτσας και περίεργης ιδιοκτησίας, τη γάτα-δερβέναγα,
τη γηραιά κυρία με τις λουλουδάτες ρόμπες να ταΐζει τα περιστέρια, το μέγαρο
ενός αμφιβόλου ηθικής επιχειρηματία, τη τζακαράντα με εκκρεμή την αίτηση για υπηκοότητα
να συναγωνίζεται στο ύψος την ευκάλυπτο.
Για να συντηρείσαι βγάζεις κάθε τόσο το κεφάλι από το νερό
και τρως μπουκιές από ένα μισοξεραμένο σάντουιτς που πρόβλεψες να βρίσκεται
δίπλα σου σε απόσταση χειροαπλωσιάς.
Η κάψα προχωρά υποτονθορύζοντας,
Δυο σκυλιά με σκυφτό κεφάλι προσπαθούν να ξεθάψουν λάφυρα
στην πυρωμένη άσφαλτο
Ένα λεωφορείο περνά μακρύτερα, νοιώθεις την εξάτμισή του, μέρα μεσημέρι στους 45
βαθμούς· ξαφνικά πνίγεσαι. Χωρίς
να θέλεις να πνιγείς.
Σε γενικές γραμμές τίποτε άλλο δεν συμβαίνει· στην πραγματικότητα τα πάντα
συμβαίνουν και, μεταφυσικά, τα πάντα είναι δυνατά. Απλώς είναι θέμα χρόνου ή
τόπου ή και των δυο μας.
Για σένα πάντως είναι
μια μέρα που αφουγκράζεσαι φτιάχνοντας μπουρμπουλήθρες.
Τουλάχιστον, ευτυχως που ξεκινούν οι καλοκαιρινές σου διακοπές για να στανιάρεις, καθώς έχεις μπει βαθιά μέσα σε περιοχές του είναι σου, where no man has ever been before...ΚΑΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΚΑΙ ΣΥΝΕΛΘΕ!
ΑπάντησηΔιαγραφήthanks for caring dearest!
ΑπάντησηΔιαγραφήκαλό καλοκαίρι (όσο έμεινε) και σε σένα