Μπαλί, 2009.
Η ξεναγός δείχνει τη μία και μοναδική φυλακή του Μπαλί:
«Σήμερα, βρίσκεται εδώ ένας φυλακισμένος. Ένας μεθυσμένος που έκανε φασαρία. Συνήθως η φυλακή είναι
άδεια.»
Αναρωτιούνται οι –βαθιά νυχτωμένοι- τουρίστες: Πώς γίνεται σ' έναν τόπο 4 εκατομμυρίων κατοίκων να μην εγκληματεί κανείς;
Στη συνέχεια, οι εν λόγω τουρίστες θα πληροφορηθούν πως τα
καλαθάκια με το ρύζι και τα λουλούδια που συναντούν σε κάθε τους βήμα, αποτελούν
προσευχές των ντόπιων, οι οποίοι, νύχτα-μέρα - κάθε μέρα, ευχαριστούν τους
μυριάδες θεούς τους, το κάθε δέντρο, το κάθε ποτάμι, τους ζωόμορφους, τους τερατόμορφους, τους παράξενους.
Αυθαίρετα εντελώς, ο τουρίστας θα συνδέσει την έλλειψη
εγκληματικότητας με το χαμόγελο των κατοίκων. Θα συνδέσει την αίσθηση που είχε
με το που πάτησε το πόδι του στο νησί, αυτή την πρώτη –ασυνήθιστα βαθιά και
μοσχοβολιστή- ανάσα ευτυχίας με την ευγνωμοσύνη που ξεχειλίζει ολούθε, που παρασύρει κι εσένα τον ξένο.
Στο νησί, οι μόνοι που κλέβουν είναι οι μαϊμούδες και μάλιστα σε ένα
συγκεκριμένο δάσος. Οι μαϊμούδες των υπόλοιπων δασών είναι μόνο αστείες και
φιλικές μέχρι παρεξηγήσεως. Κάθονται ας πούμε στο κεφάλι των επισκεπτών κι
αρχίζουν το ξεψείρισμα όπως κάνουν στα μωρά και στα άλλα αγαπημένα τους
πρόσωπα. Εκθέτουν τον καθαρό και κομ-ιλ-φο βαθιά νυχτωμένο τουρίστα.