Είχα μια φίλη.
Πια, δεν μιλάμε. Κολλητές στο σχολείο, στο Πανεπιστήμιο, απ΄ αυτές τις φιλίες
που φτάνεις να μην συνεννογιέσαι με λόγια. Αφουγκράζεσαι την ψυχή του άλλου κι
επιτρέπεις στο μυαλό να κυκλοφορεί διάφανο. Μαζεύτηκαν κάτι χρόνια, κάτι
σκουπιδάκια, κάτι ασήμαντα πλάσματα απ΄αυτά που τρώνε στα σκοτάδια και θεριεύουν.
Θόλωσαν οι διαφάνειες και χωρίς να ραγίσουμε γυαλιά, στραβωθήκαμε. Πού είσαι/είμαι;
Χαθήκαμε.
Βρεθήκαμε ενδιαμέσως.
Προσπαθήσαμε.
Κοιταχτήκαμε όπως περιεργάζεσαι παλιές φωτογραφίες. Θες γιατί σε κάποια αλλάξαμε ενώ δεν έπρεπε και σε άλλα μείναμε στα ίδια, ενώ θα έπρεπε να αλλάξουμε, θες γιατί τα έπρεπε στέκονταν τώρα σε διαφορετικά κέντρα, ήρθε μια αμηχανία χοντρή σαν θρησκόληπτη θεία και
στρογγυλοκάθισε.
Μας εκτόπισαν τα κωλομέρια της. Απομακρυνθήκαμε όπως οι συμπεθέρες
σε συνοικέσιο. Κάναμε πως δεν τη βλέπαμε. Ξετύλιγε η θείτσα καραμελίτσες,
χριτς-χρατς, τις πιπίλαγε σλουρπ-μπλουρπ, έφτασε να κάνει τόσο θόρυβο που τα
λόγια μας δεν ακούγονταν πια. Είχαμε απωλέσει άλωστε την υπερδύναμη της ανάγνωσης
των σκέψεων η μία της άλλης. Πάπαλα.