Όταν φεύγω για τη δουλειά κάνει βαθύ σκοτάδι.
Με εξαίρεση το
γατί που ανασηκώνει το κεφάλι από γατίσια ευπρέπεια, οι υπόλοιποι κοιμούνται κι
αυτή είναι μια στιγμή που αγαπώ.
Τους κοιτώ έναν-έναν.
Λέω πως το χέρι μου προεκτείνεται και τους
χαϊδεύει τα κεφάλια.
Κάθε πρωί.
Φαντάζομαι τα κορμιά τους να πλημμυρίζουν αγάπη και
δικαιοσύνη. Μου φαίνονται ικανά όπλα να την παλέψουν και σήμερα.
Ξέρω πως υπάρχουν άνθρωποι που χλευάζουν αυτού του είδους τις
σκέψεις. Αλλά πάλι τι σημασία έχει; Μπορεί να ήμουν κι εγώ έτσι μια φορά.
Όταν γίνεσαι γονιός εν μέρει ξαναγεννιέσαι μαζί με τα παιδιά
σου. Εκείνα που κορόιδευες, τα κοιτάς με μάτια νεογέννητα. Οι νεογέννητοι δεν
έχουν πεποιθήσεις. Μόνο περιέργεια. Δοκιμάζουν πράγματα. Ξανακοιτούν τους γονείς
τους.
Ο πατέρας μου, κάθε που έβρεχε, αγωνιούσε να μάθει αν είχα
βραχεί. «Γιατί μπαμπά; Δεν είμαι από ζάχαρη», του έλεγα γελώντας.
Δεν μου απάντησε παρά μια φορά: «Γιατί προσεύχομαι να μην
βραχείς».
Η αλήθεια είναι πως δεν βρεχόμουν κι ακόμα και τώρα, πάνε
δεκαέξι χρόνια που χει φύγει, η βροχή δεν με πετυχαίνει.
Ο μπαμπάς σου μου θύμισε τον μπαμπά μου. Αλλά κι εμένα όταν ο γιος μου ήταν μικρός. Και μην μου πεις ότι δεν σου θυμίζει κι εσένα! Είμαι σίγουρη ότι κι εσύ αγωνιάς ή αγωνιούσες για το αν τα παιδιά σου είχαν βραχεί!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑγωνιώ γενικώς. Κυρίως όταν λείπουν από το σπίτι, αλλά μόνο εδώ το μαρτυράω. ;)
ΔιαγραφήΕμ από ζάχαρη είστε, τι όχι ; :-) <3
ΑπάντησηΔιαγραφή<3
Διαγραφή