Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2016

O ΤΟΝΙ ΕΡΝΤΜΑΝ έρχεται

Φαντάσου την αρχετυπική σχέση πατέρα-κόρης, τοποθέτησέ την στην ανταγωνιστική Γερμανία, περίφραξέ την μέσα στην αρχή του αδηφάγου αιώνα μας, άπλωσέ την στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία μας, κι έχεις στα χέρια σου το κέντρο βάρους του σεναρίου. Αν πλέξεις όμως τη σχέση του πατέρα και της κόρης με τις προσωπικές βεβαιότητες και τις αβεβαιότητές τους, θα έχεις το φετινό βραβείο των κριτικών στις Κάννες - και όχι μόνο - για τη Maren Ade, ένα από τα ταλέντα του νέου γερμανικού σινεμά.
Κι ενώ πρωταγωνιστική θέση στην πλοκή έχει η αγωνιώδης προσπάθεια του πατέρα να καταχτήσει την ψυχραμένη καρδιά της κόρης του, που έχει φύγει – και απομακρυνθεί - από την οικογενειακή εστία και τη χώρα, και η οποία ζει κι εργάζεται σε πλήρως ανταγωνιστικές συνθήκες μεταξύ Βουκουρεστίου και Κίνας – ή μήπως Σιγκαπούρης; Τα σημερινά μεγαλοστελέχη παρόλο που σχεδιάζουν λεπτομερώς, ποτέ δεν ξέρουν την επόμενή τους κίνηση, μιας και ούτε ο αντίπαλος πρέπει να τη γνωρίζει. Πλήρως αποξενωμένη από την οικογένειά της, μάταια προσπαθεί να την υποκαταστήσει με τον, λίγο φιλικό, κατ'ανάγκη ερωτικό, έντονα διαπλεκόμενο, επαγγελματικό της κύκλο. Ξαφνικά – μετά το φυσικό θάνατο του πιστού του φίλου, του γέροντα σκύλου – ο πατέρας αποφασίζει να την επισκεφτεί, για να βρεθεί μπροστά σε καταστάσεις που ίσως να φανταζόταν μα απαρνιόταν, αλλά μέσα στις οποίες πολύ εύκολα εντάχθηκε σε μια προσπάθειά του να τις διακωμωδήσει, αν όχι να τις ευτελίσει.
Μια φράση, μια ματιά, ένα πίσω πλάνο κι εκεί τα κλείνει όλα: παραδόσεις, έρωτες, σεξ, χρήση ουσιών, ευθανασία, αγάπη για τα ζώα, εργασιακές σχέσεις και διαπλοκές, φέρνουν στο προσκήνιο κι αναδεικνύουν τις σχέσεις: μάνας-κόρης-πατέρα-κόρης-γιαγιάς-κόρης-πατέρα-μάνας-πατέρα-πρωταγωνιστώω-δευτεραγωνιστών. Βλέμμα στο βλέμμα, εικόνα στην εικόνα, σχόλιο στο σχόλιο, η ταινία ακροβατεί ανάμεσα στο αστείο, στην ειρωνία, στο ρεαλισμό και στο μελόδραμα, χωρίς να στέκεται σε κανένα από αυτά. Οι υπέροχες ματιές των ηθοποιών στα κοντινά πλάνα, που συγκινούνται - και συνταράζονται - πίσω από μάσκες, προσωπεία, μακιγιάζ - όλα επιστρατεύονται και αυτή η συγκίνηση ξεγλιστρά κάτω από όλα αυτά και βγαίνει προς το θεατή, χωρίς να τον πειράζει, χωρίς να τον ξενίζει - όλα τα χωρίς και πολλά περισσότερα τα συν, για να τον βάζει να τραμπαλίζεται μαζί με τους πρωταγωνιστές ανάμεσα στις αβεβαιότητές τους που μέχρι το προηγούμενο καρέ ήταν οι βεβαιότητές τους. Και αυτό είναι το στοίχημα της σκηνοθέτιδας· να στήσει μια υπαρξιακή κομεντί με κεντρικό πυρήνα τις διαπροσωπικές σχέσεις, καθόλου αστεία, καθόλου μελό, παρά μόνο όσο και όπου χρειάστηκε. Και από εκεί απορρέει και το κέρδος του θεατή. Να απολαύσει ένα κέντημα όπου οι ματιές και ο λόγος, τα πρόσωπα και τα συναισθήματα να καρφώνονται απαλά στις εγκεφαλικές συνάψεις του παραμένοντας ενοχλητικά και μετά το αιωρούμενο τέλος της.
Την ταινία δεν τη βλέπεις διδαχτικά, δεν κομίζει γλαύκας εις Αθήνας, δεν τη βλέπεις συλλεκτικά, για τα βραβεία που έχει κερδίσει ή για το νέο γερμανικό – ευρωπαϊκό κινηματογράφο, δεν τη βλέπεις γιατί σε αφορά, τη βλέπεις για να κλονίσεις και να ξεσκονίσεις τις α-βεβαιότητές σου.




Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2016

Oι εξ έρωτος

Θα μπορούσα να δοκιμάσω να σας παρασύρω. Να σας πείσω για το δίκιο μου. Να δείξω φωτογραφίες. Υπέροχες φωτογραφίες. Δεν χρειάζομαι καν πορτοφόλι να τις αποθηκεύω. Και δεν εννοώ πως το στικάκι χωράει περισσότερες.
Οι καλύτερες εικόνες χοροπηδάνε πίσω απ τα μάτια.
- Δες με!
- Όχι εμένα!
Συναγωνίζονται, ψηλώνουν, βαθαίνουν τα χρώματα, εντείνουν το κοντράστ.
Κι όλα γίνονται χωρίς προσπάθεια.
Γιατί βλέπεις, όσο τεχνίτης κι αν είναι ο φωτογράφος, η αποτύπωση μπερδεύει. Το μη εξασκημένο μάτι δεν εντοπίζει τη μοναδικότητα.  Μπορεί κανείς να υποθέσει πως αυτή είναι μια συνηθισμένη εικόνα. Ωραία βέβαια, καρτποσταλική όμως. Κοινός τόπος. Κοινοτοπία σχεδόν.

Θα μπορούσα να σας μιλήσω για τον έρωτα. Να δικαιολογήσω τη διαχρονικότητα.
Θα μπορούσα να σας περιγράψω με ποιο τρόπο και πώς -κάθε φορά, το αντικείμενο της λατρείας σαν ιέρεια του στριπτίζ, κόβει ανάσες. Τις κάνει με τα κρεμυδάκια με καινούργιους τρόπους.
Ιδέα δεν έχω πώς ευστοχεί και πώς πάντα κλιμακώνει σε ομορφιά τη νέα αποκάλυψη. Κι ας γνωριζόμαστε δεκαετίες. Η έκπληξη καραδοκεί στην επόμενη συνάντηση.

θα μπορούσα να σας μιλήσω για το φόβο. Φοβάμαι για το πόσο θα κρατάει την υπόσχεση που δεν δόθηκε. Για πόσο θα με εκπλήσσει. Πόσες πια αποκαλύψεις χωράνε σε ένα πλάσμα της ύλης; Ένα πλάσμα δηλαδή, εκ γενετής πεπερασμένο.

Θα μπορούσα να σας κάνω να ακούσετε τον ήχο της καρδιάς μου. Να μετρήσετε τους παλμούς και τους καλπασμούς κάθε φορά που πλησιάζει η ώρα της συνάντησης. Αν αυτό το ποδοβολητό δεν είναι ξεκάθαρο σημάδι του έρωτα, τότε ποιο; τότε, τι;

Όμως δεν θα καταφέρω να σας πείσω. Δεν θα σας παρασύρω στο βαθμό που έχω παρασυρθεί, δεν θα ερωτευτείτε το ίδιο με μένα, δεν θα συναισθανθείτε την αγωνία ούτε καν την ταχυπαλμία μου. Στην καλύτερη, άντε να υποψιαστείτε.

Κι από τη μια χαίρομαι γι’ αυτό.  Σαν όλους τους ερωτευμένους διεκδικώ τη ματαιότητα της αποκλειστικότητας. Από την άλλη, είμαστε ήδη πολλοί και δεν με νοιάζει να γίνουμε περισσότεροι. Αυτό άλλωστε, είναι και το τελικό μου επιχείρημα. Βλέπετε, γίναμε τόσοι, που πλέον έχουμε δικό μας όνομα. Κατοικούμε -αν θέλουμε- μια πόλη εμείς με το κοινό αντικείμενο του πόθου. Είμαστε κάτι σαν στρατός κι είναι καλό οι στρατοί να είναι μεγάλοι.

Μας αποκαλούν οι εξ έρωτος.

Είμαστε αυτοί που δεν γεννηθήκαμε ερωτευμένοι αλλά στο δρόμο λαβωθήκαμε βαριά. Κι έκτοτε δεν περιμένουμε τα καλοκαίρια. Ο έρωτας μας είναι παντός καιρού.
Όταν μιλάμε μεταξύ μας, παρά την κατανόηση που δείχνουμε ο ένας για τον άλλον, διαγκωνιζόμαστε.
Το ξέρεις αυτό;
Σου έχει δείξει το άλλο;
Εκεί σε πήγε;
Είδες; ένιωσες; άκουσες; περπάτησες; μύρισες; γεύτηκες; χάιδεψες; κολύμπησες; ανατρίχιασες; συγκλονίστηκες; πέταξες; μαγεύτηκες; παραδόθηκες; δάκρυσες;
Κι αν ναι, πότε;
Γιατί έχει σημασία.
Δεν είναι ίδιο την άνοιξη- αχ την άνοιξη.
Μα το χειμώνα; Την πιο απρόσιτη, τη γλυκύτερη όλων των εποχών. Τότε που οι ντόπιοι και οι εξ έρωτος γίνονται κομμάτι του πόθου. Αυτό που επιθυμούν διακαώς όλοι οι λαβωμένοι. Να ενωθούν για όσο αντέξουν.
Γιατί δεν βαστάμε χρόνια.
Το έχω δει να συμβαίνει.
Οι παλιοί ερωτευμένοι πεθαίνουν σύντομα. Κανείς δεν αντέχει για πολύ.
Απορούσα παλιά. Τώρα το καταλαβαίνω. Κοντά στον έρωτα, οι στιγμές διαστέλλονται κι αναπόφευκτα η διάρκεια τους συρρικνώνεται για τα ρολόγια του υπόλοιπου κόσμου.
Για λόγους οικονομίας υποθέτω, θα είναι πάντα μετρημένοι οι κάτοικοι του παραδείσου. Κάποιοι θα 'ρχονται, κι οι παλιότεροι θ' αποχωρούν υπηρετώντας την υπόγεια συγγένεια του έρωτα και του θανάτου.
Σας χαιρετώ τώρα γιατί ετοιμάζω βαλίτσα.

Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2016

Η πόζα

*
Με τα μάτια προσηλωμένα στο φακό. Ακίνητη κι ακλόνητη. Με όλη τη βία γύρω της. Την αποφεύγει τη βία, την αφήνει πίσω, την προσπερνά, η σημασία δίνεται στο πρέπει, στο καθώς πρέπει, στο αφού πρέπει· η βία είναι για τους άλλους. Και σε ένα δεύτερο χρόνο, όταν ο παρατηρητής και μάρτυρας αποχωρήσουν, το βλέμμα θα τραβηχτεί, θα κοιτάξει πάνω από τον ώμο, κι η εικόνα θα περάσει στη RAM της λήθης, η λήθη είναι και φάρμακο - όταν δεν επιβάλλεται.
Στη Σαουδική Αραβία ένας πρίγκηπας αποκεφαλίστηκε. Η συμφωνία καταπατήθηκε. Δεν συνεμορφώθη. Αυτή η βία την αφορά περισσότερο; Μαθαίνει άραγε γεωγραφία; Αναφέρεται η Σαουδική Αραβία στα μαθήματα μελέτης; Αυτά που γίνονται κατ’οίκον, σε αυλές μαυριτάνικες, σε κήπους με γάργαρα νερά και μαρμάρινες ανάβρες, εκεί που ο δάσκαλος έπεται, κι αυτή προηγείται, χαϊδεύοντας τα πέταλα από τις ορτανσίες και θαυμάζοντας τα παγώνια.

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2016

Αφορμή



Γιατί ο νθρωποι, σύντροφε, ζον π τ στιγμ
πο
βρίσκουν μι θέση
στ
ζω τν λλων.

Τ. Λειβαδίτης [πόσπασματα]

Γύρευε μιαν αφορμή, όλο το βράδυ στριφογυρίζοντας στον ύπνο της, στον ξύπνιο της πάνω-κάτω τη σκάλα, χρειαζόταν μια τόση δα αφορμή για να το καταφέρει, ναι, ήξερε τι ήθελε να καταφέρει, όχι, δεν ήξερε τι ήθελε, αυτό που ήθελε, έπρεπε να γίνει, το ήθελε, έπρεπε, πρέπει, ναι, είχε πει, αυτό είναι που πρέπει να γίνει, όταν της το’πε ξεκάθαρα, κοίταξε μικρούλα μου εγώ τη γυναίκα μου δεν πρόκειται να την αφήσω, καλά περνάω μαζί σου, καλά δεν περνάμε μαζί; αχ θε μου γιατί να είναι τόσο δύσκολο, έστριψε γύρω από το δείκτη το ρεβέρ της φούστας, σχεδόν το ξήλωσε, τα χνώτα μας ταιριάζουν, αλλά η θέση μου, η θέση μας στην κοινωνία είναι αυτή που μετράει, έτσι; δεν έστερξε τη ματιά του, γύρισε από την άλλη, ούτε κι αυτό δεν θα δεις, δεν ξέρεις τι είναι μοναξιά, καρδιά που κλαίει στη νύχτα, δώσε λίγη ένταση, θα δεις όμως τι μπορώ να κάνω, αχ αυτά τα τσακίρικα μάτια σου, πονάνε κι αντέχουν, βράχηκαν αλλά δεν έσταξαν, ούτε μια σταλίτσα, και κοίτα μη διανοηθείς καμιά τρέλα, όπως σε ξέρω, θα φροντίσω να μην πάρεις ποτέ πτυχίο από τη σχολή, τόσο καιρό σε φροντίζω, μη γίνεσαι αχάριστη τώρα, τόσο καιρό σε φροντίζω, τόσο καιρό με παιδεύεις, μη μου κάνεις μούτρα, φύγε μακριά μου, έλα μου δω,  περνάμε τόσο όμορφα μαζί, όλα τα χατίρια σου κάνω, έχεις παράπονο; μην μου παραπονιέσαι, προσπαθώ να μην με πειράζει, μην του δίνεις σημασία, μην κάθεσαι σπίτι και κάνεις μαύρες σκέψεις, βγες και λίγο με τους φίλους σου, είναι ανώριμοι, με ακούς τώρα, κανείς δεν με φροντίζει όπως εσύ, θα’θελα να ήταν αλλιώς τα πράγματα, στην πράξη όλα γίνονται αλλιώς, σκέψεις φαρμάκι, πώς θα’θελα να είμαστε μαζί συνέχεια, πόσο, χτίκιασα τις ώρες να περιμένω, προσπάθησε να καταλάβεις, προσπαθώ να καταλάβω, αλλά το μόνο που έρχεται στο μυαλό μου είσαι εσύ, ελεύθερη είσαι ό,τι θέλεις κάνεις, κοίτα κι εμένα, την ξέρω αυτήν την ελευθερία της υποταγής, μια μικρή αφορμή να γαντζωθώ πάνω της, μια ευκαιρία να τη αρπάξω αχόρταγα, να με τραβήξει έξω και μακριά και ψηλά κι αλλού, να φύγω μακριά, να γλυτώσω από…εμένα; έλα δεν θέλω γκρίνια τώρα, πάμε; π ρ έ π ε ι να γυρίσω πίσω στο γραφείο, σκέψεις δηλητήριο, ni avec moi, ni sans moi*, μια μεγάλη σταγόνα αίμα δάγκωσε το μάγουλό της
-----.-----
κι η αφορμή με πόνο της χαρίστηκε, όταν μια βραδιά στο λόφο απέναντι τα κόκκινα φώτα του ξενοδοχείου άστραψαν και χάραξαν τα δακρυσμένα μάτια της, μόνη ήταν…