Φαντάσου
την αρχετυπική σχέση πατέρα-κόρης,
τοποθέτησέ την στην ανταγωνιστική
Γερμανία, περίφραξέ την μέσα στην αρχή
του αδηφάγου αιώνα μας, άπλωσέ την στην
παγκοσμιοποιημένη κοινωνία μας, κι
έχεις στα χέρια σου το κέντρο βάρους
του σεναρίου. Αν πλέξεις όμως τη σχέση
του πατέρα και της κόρης με τις προσωπικές
βεβαιότητες και τις αβεβαιότητές τους,
θα έχεις το φετινό βραβείο των κριτικών στις Κάννες - και όχι μόνο - για τη Maren
Ade, ένα από τα ταλέντα του νέου γερμανικού
σινεμά.
Κι
ενώ πρωταγωνιστική θέση στην πλοκή έχει
η αγωνιώδης προσπάθεια του πατέρα να
καταχτήσει την ψυχραμένη καρδιά της
κόρης του, που έχει φύγει – και απομακρυνθεί
- από την οικογενειακή εστία και τη χώρα,
και η οποία ζει κι εργάζεται σε πλήρως
ανταγωνιστικές συνθήκες μεταξύ
Βουκουρεστίου και Κίνας – ή μήπως
Σιγκαπούρης; Τα σημερινά μεγαλοστελέχη
παρόλο που σχεδιάζουν λεπτομερώς, ποτέ
δεν ξέρουν την επόμενή τους κίνηση, μιας
και ούτε ο αντίπαλος πρέπει να τη
γνωρίζει. Πλήρως αποξενωμένη από την
οικογένειά της, μάταια προσπαθεί να την
υποκαταστήσει με τον, λίγο φιλικό,
κατ'ανάγκη ερωτικό, έντονα διαπλεκόμενο,
επαγγελματικό της κύκλο. Ξαφνικά – μετά
το φυσικό θάνατο του πιστού του φίλου,
του γέροντα σκύλου – ο πατέρας αποφασίζει
να την επισκεφτεί, για να βρεθεί μπροστά
σε καταστάσεις που ίσως να φανταζόταν
μα απαρνιόταν, αλλά μέσα στις οποίες
πολύ εύκολα εντάχθηκε σε μια προσπάθειά
του να τις διακωμωδήσει, αν όχι να τις
ευτελίσει.
Μια
φράση, μια ματιά, ένα πίσω πλάνο κι εκεί
τα κλείνει όλα: παραδόσεις, έρωτες, σεξ,
χρήση ουσιών, ευθανασία, αγάπη για τα
ζώα, εργασιακές σχέσεις και διαπλοκές,
φέρνουν στο προσκήνιο κι αναδεικνύουν
τις σχέσεις:
μάνας-κόρης-πατέρα-κόρης-γιαγιάς-κόρης-πατέρα-μάνας-πατέρα-πρωταγωνιστώω-δευτεραγωνιστών.
Βλέμμα στο βλέμμα, εικόνα στην εικόνα,
σχόλιο στο σχόλιο, η ταινία ακροβατεί
ανάμεσα στο αστείο, στην ειρωνία, στο
ρεαλισμό και στο μελόδραμα, χωρίς να
στέκεται σε κανένα από αυτά. Οι υπέροχες
ματιές των ηθοποιών στα κοντινά πλάνα,
που συγκινούνται - και συνταράζονται -
πίσω από μάσκες, προσωπεία, μακιγιάζ -
όλα επιστρατεύονται και αυτή η συγκίνηση
ξεγλιστρά κάτω από όλα αυτά και βγαίνει
προς το θεατή, χωρίς να τον πειράζει,
χωρίς να τον ξενίζει - όλα τα χωρίς και
πολλά περισσότερα τα συν, για να τον βάζει
να τραμπαλίζεται μαζί με τους πρωταγωνιστές
ανάμεσα στις αβεβαιότητές τους που
μέχρι το προηγούμενο καρέ ήταν οι
βεβαιότητές τους. Και αυτό είναι το
στοίχημα της σκηνοθέτιδας·
να στήσει μια υπαρξιακή κομεντί με
κεντρικό πυρήνα τις διαπροσωπικές
σχέσεις, καθόλου αστεία, καθόλου μελό,
παρά μόνο όσο και όπου χρειάστηκε. Και
από εκεί απορρέει και το κέρδος του
θεατή. Να απολαύσει ένα κέντημα όπου οι
ματιές και ο λόγος, τα πρόσωπα και τα
συναισθήματα να καρφώνονται απαλά στις
εγκεφαλικές συνάψεις του παραμένοντας
ενοχλητικά και μετά το αιωρούμενο τέλος
της.
Την
ταινία δεν τη βλέπεις διδαχτικά, δεν
κομίζει γλαύκας εις Αθήνας, δεν τη
βλέπεις συλλεκτικά, για τα βραβεία που
έχει κερδίσει ή για το νέο γερμανικό –
ευρωπαϊκό κινηματογράφο, δεν τη βλέπεις
γιατί σε αφορά, τη βλέπεις για να κλονίσεις
και να ξεσκονίσεις τις α-βεβαιότητές
σου.