Είπε λοιπόν ο καλός μου: Γιατί δεν γράφεις; Τόσο πολύ σε
έχει ψυχοπλακώσει ο Σύριζα;
Χμ.. λοιπόν όχι. Ας το ξεκαθαρίσουμε. Δεν μ’ έχει
ψυχοπλακώσει. Όταν ψυχοπλακώνομαι, γράφω. Τώρα -προς το παρόν- κάνω
υπομονή κι αυτό δεν έχει πολύ καλή σχέση με τη γραφή. Η υπομονή βλέπεις, είναι πρωτοξάδερφη της τεμπελιάς.
Αλλά επειδή δεν υπάρχει μόνο η πολιτική, κι αφού έκατσα που
έκατσα στο πληκτρολόγιο, ας μιλήσουμε για θέματα που όλοι ως αναγνώστες ή
θεατές αγαπάμε.
Βιβλία και ταινίες.
Μήπως να πρόσθετα και καμιά συνταγή; Άλλη φορά.
Δυο Βιβλία
Αφήνοντας στη μέση τον μυθικό Οδυσσέα του Τζόυς (ο Θεός της ανάγνωσης
να μου δώσει τη μαζοχιστική δύναμη να το τελειώσω μια μέρα) , ξεκίνησα την
Καρδερίνα της Τρατ.
Αγνή, λογοτεχνική απόλαυση. Ταλέντο, πραγματικοί χαρακτήρες,
τύποι για τους οποίους νοιάζεσαι κι η διήγηση του εφιάλτη που καταφέρνει να μην
σου μαυρίζει την καρδιά. Γιατί εντάξει. Εκτός κι αν είσαι ο Τομ Ρόμπινς ή ο
Ντάγκλας Άνταμς ή ο Τέρυ Πράτσετ, και αντικρίζεις τις ιστορίες σου από τη ευλογημένη φούσκα του προσωπικού σου πλανήτη, αυτός ο κόσμος είναι πολύ μαύρος
για τους υπόλοιπους κι είναι πραγματικό ταλέντο, να καταφέρνεις να τον
διηγηθείς χωρίς να πνίξεις τον αναγνώστη αλλά και χωρίς να τον κοροϊδέψεις. Η
Ντόνα Τρατ, πετυχαίνει και στα δύο. Σου εξιστορεί αυτά που ξέρεις ή αυτά που
πιστεύεις πως μπορεί όντως να είναι έτσι, παρηγορώντας σε ταυτόχρονα. Χωρίς να
σε αποξηραίνει από κάθε ελπίδα ακόμα κι όταν μιλάει για παιδιά κακοποιημένα κι
εθισμένα στα ναρκωτικά, ακόμα κι όταν η όποια εύθραυστη ευτυχία απειλείται από
οργανωμένους εγκληματίες. Ναι, ακόμα και τότε, υπάρχει ένας χαρακτήρας όλο
καλοσύνη ή μια σταγόνα τιμιότητας σε έναν τύπο που δείχνει ολότελα κατεστραμμένος.
Γι αυτό κι όταν τελειώνεις το βιβλίο, βιώνεις αυτή τη στέρηση. Σαν να
τραβιέται μακριά σου μια αγκαλιά και χρειάζεσαι επειγόντως την επόμενη. Κι
επειδή τα θαύματα συμβαίνουν συχνότερα στον κόσμο των βιβλίων, η επόμενη
αγκαλιά ήταν ακόμα καλύτερη από την προηγούμενη.
Η επόμενη αγκαλιά ήταν το «Ζωή την άλλη φορά» του Χουλιαρά. Και τι ευτυχία!
Πρέπει να μαζέψω τον ενθουσιασμό μου για σας διηγηθώ το πόσο πολύ μου άρεσε.
Καταρχήν, πολλοί, πάρα πολλοί συγγραφείς προσπαθούν να γράψουν πρόζα με έναν
τρόπο ποιητικό. Φορτώνουν το λόγο τους, δουλεύουν, ιδρώνουν, βαραίνουν τα
κείμενα. Ο Χουλιαράς είναι πρώτα ποιητής και κατόπιν συγγραφέας. Μεταφέρει
λοιπόν την αφαιρετική ματιά της ποίησης στην πρόζα. Γράφει ποιητικά ελαφρύνοντας κι απογυμνώνοντας το λόγο του.
Για όποιον είναι λάτρης της απλότητας (και όχι της απλοϊκότητας), η συγγραφική
δουλειά του Χουλιαρά είναι καθαρή απόλαυση. Επιπλέον, στα περισσότερα βιβλία,
υπάρχουν εκείνες οι σελίδες που σου γεννούν αμηχανία. Οι στιγμές που ο
συγγραφέας κουράστηκε και όσο κι αν έχει επιμεληθεί το ξαναγράψιμο και το
διόρθωμα των γραμμών, η κοιλιά είναι εδώ και φαίνεται όσο κι αν ρουφάμε όλοι
μαζί την ανάσα μας. Η «ζωή την άλλη φορά» δεν έχει κοιλιά. Και δεν έχει κάνει κοιλιακούς. Οι σελίδες της είναι
ισοβαρείς και ζυγιασμένες. Λες και γράφτηκαν σε μια νύχτα. Καπνίζοντας το ίδιο
τσιγάρο, στραγγίζοντας το ένα και μοναδικό ποτήρι κρασί. Από την αρχή ως το
τέλος, το ύφος κι η ενέργεια του βιβλίου παραμένουν σταθερά. Ο Χουλιαράς σε
κρατάει απ’ το χέρι και σου διηγείται με ύφος ελαφρώς σκαμπρόζικο, λίγο
πειραχτικό, δίπλα-δίπλα και σπαραχτικό, την ιστορία που δεν μπορείς ν’ αφήσεις απ’
τα χέρια σου
(Αχ, Τζόυς-Τζόυς, γιατί βρε αγόρι μου αργείς τόσο να βρεις τους
αντίστοιχους ρυθμούς σου στον Οδυσσέα;)
Και κάνα δυο ταινίες
Foxcatcher. Ξεκίνησα να το βλέπω βαστώντας μικρό καλάθι. Ο Στηβ Καρέλ δεν μου είναι κι από τους συμπαθέστερους ηθοποιούς για να μην πω για τον Τσάνιγκ Τατούμ. Μα να που από τις πρώτες στιγμές αυτής της ταινίας, όλα δείχνουν πως πρόκειται για εξαιρετική δουλειά. Προοικονομίες, σκηνές πάλης-χορογραφίες, η αγεφύρωτη ταξική διαφορά, ο πλούτος κι ο τάχα μου πατριωτισμός (το καταφύγιο των παλιανθρώπων), η δήθεν φιλανθρωπία, η ελίτ που δεν ξεχνάει ποτέ, που δεν συγχωρεί ούτε τα παιδιά της –ιδίως αυτά- η αγωνία των παιδιών που δεν μεγαλώνουν και ζητούν απεγνωσμένα αναγνώριση, η κορύφωση κι η κάθαρση. Όλα τα συστατικά της τραγωδίας, με μπόνους το σύντομο πέρασμα της υπέροχης Βανέσας Ρεντγκρέηβ και τη διακριτική και μαεστρική σκηνοθεσία που δείχνει και δεν φωνάζει. Όλα είναι εδώ και δουλεύουν λες και τα κούρδισε Ελβετός ρολογάς.
Ida.
Πόσο πολύ ήθελα να δω αυτή την ταινία! Πόσο την απόλαυσα ως τη μέση περίπου. Τα
μαυρόασπρα χιονισμένα πλάνα, τα εκφραστικά βλέμματα, τα σκοτεινά δάση της Ευρώπης,
η αυστηρή ρωμαιοκαθολική ηθική, η ηττημένη επανάσταση, οι χριστιανοί που ζητούν
ευλογία και σκοτώνουν για να κλέψουν ένα βρωμόσπιτο. Μέχρι εκεί όμως. Πάνω στην
κορύφωση, η ταινία αποσυντονίζεται. Λες κι έπαθε εγκεφαλικό ο σεναριογράφος ή
κατέλαβε το πνεύμα του μια γεροντοκόρη που δεν κατάφερε να πουλήσει αρκετά «προς
τη Νίκη». Κρίμα για τη σπατάλη της αρχικής ιδέας.
Και ολίγη πολιτική στη διάρκεια γεύματος εργασίας
Βρέθηκα σε άλλη μια μούλτι έθνικ συνάντηση ανθρώπων που ασχολούνται με ερευνητικά έργα. Καλλιεργημένοι, εκτός από μορφωμένοι, πάντα ενδιαφέροντες, συμπαθείς οι συνεργάτες, ζήτησαν -για άλλη μια φορά- να μάθουν ποια είναι η κατάσταση στην Ελλάδα. Κι ενώ τους έλεγα πως σε επίπεδο αριθμών δεν υπάρχει βελτίωση, διαφαίνεται όμως επιτέλους μια ελπίδα, άρχισαν μαζικά να μου λένε πόσο άσχημη είναι η κατάσταση σε όλη την Ευρώπη, πόσο όλοι πλην Γερμανών, έχουν σιχαθεί το ευρώ και πόσο θα ήθελαν να βρεθεί ένας τρόπος να το ξεφορτωθούμε με ένα οργανωμένο σχέδιο και με ασφάλεια. Όλοι οι Ευρωπαίοι. Για το καλό της Ευρώπης. Αυτά, από Γάλλους, Ιταλούς και Ισπανούς.
Σε αντίθεση με εμάς τους πανικόβλητους, το Euro-exit συζητιέται χωρίς ταμπού εκτός Ελλάδας.
η φωτογραφία πάντως γέρνει...(μπάζει νερά;-)
ΑπάντησηΔιαγραφήΓέρνεις λίγο το κεφάλι και φτιάχνει.
Διαγραφή