“ή
χορέψτε καλά ή αφήστε το χορό”
“Ήταν
Αποκριές. Γενική ευθυμία επικρατούσε
στην πόλη. Ένα ηλιόλουστο διάλειμμα
μιας συννεφιασμένης ημέρας. Οι Έλληνες
φαίνονται αποφασισμένοι να χαρούν αυτή
τη διασκέδαση, που ακόμα και οι
αποχαυνωμένοι τύραννοί τους δεν μπορούν
να εμποδίσουν. Πολλοί φορούσαν μάσκα
και άλλοι είχαν μουτζουρώσει τα πρόσωπά
τους. Χοροπηδούσαν, ξεφώνιζαν, τραγουδούσαν.
Τελικά στήθηκε χορός, ένας κύκλος για
τους άντρες, ένας για τις γυναίκες. Στην
αρχή οι χορευτικές κινήσεις γίνονταν
με περπατητό ρυθμό, ύστερα η μουσική
ζωήρεψε, έγινε πιο γρήγορη και έφθασε
σε ένα κινητικό παραλήρημα. Οι εξαντλημένοι
χορευτές αποσύρονταν και έμπαιναν
άλλοι”, γράφει ο Άγγλος περιηγητής
Dodwell
που επισκέφτηκε το 1801 (ή 1805) το Γαλαξίδι
τις μέρες της Αποκριάς. Το μουτζούρωμα
και το μετέπειτα αλευρομουτζούρωμα δεν
αναφέρεται σχεδόν καθόλου. Από τις
προφορικές αφηγήσεις γνωρίζουμε ότι η
προέλευση του εθίμου εμφανίζεται και
διατηρείται απ’ την εποχή των καραβιών
(1840 και μετά). Λένε ότι οι Γαλαξιδιώτες
θαλασσοπόροι είδαν παρόμοιες ομαδικές
λαϊκές γιορτές σε πόλη της Σικελίας,
κατά τις οποίες οι διασκεδάζοντες είχαν
χρωματίσει τα πρόσωπά τους, όπως οι
παλιάτσοι των ιπποδρομιών, τους
εντυπωσίασαν και τις μεταφύτευσαν στο
Γαλαξίδι. Και για να μιμηθούν τους
γλεντοκόπους της Σικελίας, χρησιμοποίησαν
λευκό άλευρο μαζί με το λουλάκι και το
βερνίκι…
“Στην
εποχή των καραβιών, την Καθαρή Δευτέρα
οι Γαλαξιδιώτες έτρωγαν και έπιναν σε
συντροφιές ή στα σπίτια τους ή με καλό
καιρό σε κήπους και στις γύρω εξοχές.
Και «εν ευθυμία τελούντες» πήγαιναν
όλοι στην «αγορά» όπως έλεγαν τότε την
προκυμαία. Οι άνδρες φορούσαν παλιά,
άχρηστα ρούχα και καπέλα. Απ’ τους ώμους
τους, σταυρωτά, κρεμούσαν δυο μεγάλες
πάνινες σακούλες. Η μία είχε αλεύρι και
η άλλη χαρτοπόλεμο. Στη μέση τους και
στο μπροστινό μέρος κρεμούσαν μπουκάλια
γεμάτα με λουλάκι ρευστό ή με βερνίκι
παπουτσιών. Όλα τα καφενεία είχαν εγχώρια
όργανα. Τις μέρες της Αποκριάς ενισχύονταν
από τσιγγάνους με το τούμπανο και την
καραμούζα”, αναφέρει στο βιβλίο του
το “Γαλαξείδι στον καιρό των καραβιών”
ο Ευθύμιος Ν. Γουργουρής.
Το
διονυσιακό έθιμο χαράς κι ευθυμίας
πέρασε και στον επόμενο και στον
μεθεπόμενο αιώνα, κι έφτασε μέχρι τις
μέρες μας. Κι εκεί που μουτζουρώνονταν
μόνο οι άντρες, ενώ οι γυναίκες, με
αντρικά ρούχα ξεγελώντας τους περιορισμούς
ξεφάντωναν μόνο στους χορούς γύρω από
τη φωτιά την Κυριακή της Αποκριάς, μετά
τη δεκαετία του '70 συμμετέχουν και αυτές,
στον πόλεμο, με τα χρωματιστά αλεύρια
από φούμο, ώχρες και λουλάκι·
η παράδοση του αλευρομουτζουρώματος
μεταφυτεύτηκε στα παιδιά των ναυτικών,
και μετά στα παιδιά των παιδιών τους,
ξεπέρασε την παράδοση, αγκάλιασε τους
φίλους των παιδιών τους, προσέλκυσε
συμμετέχοντες από όλη την Ελλάδα, που
καταφτάνουν κάθε χρόνο, αμέριμνοι και
απροστάτευτοι.
Κι όλοι
αυτοί κάθε τέτοια μέρα αναγεννιούνται
μέσα στη μέθεξη της χοντροκοπιάς και
του φιλικού μένους, της χαράς και της
ζωντάνιας, των τραγουδιών και των
κυκλωτικών χορών που κρατάνε μέχρι να
σβήσει η μέρα...
Ας
είναι μόνο αυτές οι μικρές μάχες οι μόνες
που θα γνωρίσουν τα παιδιά μας…