Τα καλοκαίρια της παιδικής μου ηλικίας διαρκούσαν 20 μέρες.
Τόση άδεια είχε ο πατέρας μου και για τόσο διάστημα μας έπαιρνε να παραθερίσουμε
–ελλείψει οποιουδήποτε εξοχικού ή χωριού- δίπλα στη
θάλασσα, κολυμπώντας, παίζοντας με άλλα παιδιά και βλέποντας κάθε βράδυ σινεμά.
Θερινό εννοείται, σε οικογενειακό πακέτο τιμής.
Καθόμουν πάντα δίπλα στον μπαμπά, ο υπόλοιπος κόσμος δεν
είχε και πολύ σημασία, μου έλεγε ανέκδοτα, παραμύθια που επινοούσε εκείνη τη
στιγμή και παίζαμε κάτι σε πέτρα-ψαλίδι-χαρτί, μέχρι να αρχίσει η προβολή. Είχε
απίστευτη υπομονή ο άνθρωπος και έδειχνε μάλιστα να απολαμβάνει κάθε στιγμή με το
ενθουσιασμένο πιτσιρίκι δίπλα του.
Λάτρευα τα κινούμενα σχέδια πριν την ταινία και παρακολουθούσα με ενδιαφέρον λίγη από την
ταινία. Δηλαδή, εκείνο το διάστημα στην αρχή όπου το έργο ξετύλιγε την ιστορία, πριν ξεκινήσει η
πραγματική δράση.
Το κυρίως σώμα της υπόθεσης μου ήταν ενοχλητικό γιατί η
ουσία του ήταν συνώνυμη –σχεδόν πάντα-με ανισορροπία, σκοτωμούς, φωτιές, πιστολίδια,
δυστυχία, εκδίκηση κι άλλους σκοτωμούς. Ευχόμουν να έφτιαχναν ένα έργο όπου η
περίοδος της γαλήνης να επεκτεινόταν ως το τέλος κι αν ακόμα κάτι πήγαινε στραβά, να συγχωρούσαν γρήγορα ο ένας τον άλλο και να φιλιώνανε. Ήθελα μια ιστορία ήρεμη σαν καθημερινότητα. Αυτό δηλαδή
που ο περισσότερος κόσμος αποκαλούσε βαρεμάρα, εγώ το αγαπούσα. Αναρωτιόμουν
μάλιστα, γιατί άρεσε στους ανθρώπους η δυστυχία. Γιατί αρέσκονταν να την
παρακολουθούν με τόσο ενδιαφέρον; Γιατί οι θάνατοι και οι καταστροφές ήταν
απαραίτητοι στη διασκέδασή τους;
Στις 20 μέρες των διακοπών, σπανίως απολάμβανα έστω και ένα
κινηματογραφικό έργο. Η αλήθεια είναι πως στα περισσότερα αποκοιμιόμουν. Μια
που ήμουν εξαντλημένη από το ολοήμερο παιχνίδι και μια που σφράγιζα τα μάτια να
μην δω το κακό που εκτυλισσόταν στην οθόνη, κούρνιαζα στο διπλανό χέρι του
μπαμπά και με ξυπνούσαν στο τέλος για να γυρίσουμε σπίτι. Μερικές φορές, με
μετέφεραν αγκαλιά κι αυτό σίγουρα ήταν το καλύτερο σημείο της κινηματογραφικής
εξόδου. Τώρα που τα γράφω όλα αυτά, συνειδητοποιώ
πως έγινα σινεφίλ όχι λόγω των ταινιών, αλλά επειδή τις έβλεπα δίπλα στον
μπαμπά μου.
Αν η ταινία συνέχιζε στους ρυθμούς της βαρετής ευτυχίας, θα την παρακολουθούσα άραγε; θα παρέμενα ξύπνια;
Κανείς δεν ξέρει μα έτσι κι αλλιώς, δεν είναι αυτό το θέμα.
Θα μου πεις τότε, τι μας τσαμπουνάς τόση ώρα; και τι δουλειά έχει μια καλοκαιρινή ανάρτηση
στην καρδιά του χειμώνα;
Guillermo Mordillo |
Ε, λοιπόν, ο λόγος που θυμήθηκα όλα αυτά, ήταν γιατί έψαχνα
την καλύτερη ευχή για τον καινούργιο χρόνο. Και νομίζω πως τη βρήκα:
Να έχουμε ένα βαρετό 2017!
Ένα 2017 σαν αγώνα γκολφ!
Βαρεμάρα σε όλους μας!
Σε όλο τον κόσμο, όσο γίνεται πιο
βαρετή να είναι η καινούργια χρονιά!
Ατέλειωτα χασμουρητά στη Συρία και στο Ιράκ!
Ακινησία στα νερά της μεσογείου!
Αναδουλειές στα press-rooms του κόσμου όλου!
Παιδάκια αποκοιμισμένα ειρηνικά στα μπράτσα των μπαμπάδων τους και πέτρα-ψαλίδι-χαρτί μέχρι εξαντλήσεως της γονικής υπομονής κι ακόμα παραπέρα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου