(Ι)
Ήρθε
κι η ώρα για τα κάστανα. Πετάω μια πέτρα
πάνω στο δέντρο, το δέντρο σείεται
ολόκληρο, κι αυτά κατρακυλάνε βροχηδόν
πάνω στο κεφάλι και στους ώμους μου. Δεν
μπορώ όμως να δικαιολογήσω τον εαυτό
μου για τη χρήση της πέτρας. Δεν είναι
κάτι αθώο, δεν είναι δίκαιο να
κακομεταχειρίζομαι το δέντρο που με
τρέφει. Δεν είμαι παράξενος, επειδή
πιστεύω ότι αν εγώ, με αυτόν τον τρόπο
μειώσω τη διάρκεια ζωής του δεν θα
μπορέσω να απολαύσω τους καρπούς του
στο διηνεκές, και είμαι έτοιμος να δεχτώ
μια πιο αθώα προσέγγιση με κίνητρα
καθαρά ανθρωπιστικά. Συμπάσχω με το
δέντρο, εγώ όμως σήκωσα μεγάλη πέτρα
ενάντια στον κορμό του, σαν ληστής –
χωρίς πάντα να διαπράττω φόνο. Πιστεύω
ότι δεν πρέπει ποτέ να το ξανακάνω. Αυτά
τα δώρα του θα πρέπει να γίνονται
αποδεκτά, όχι μόνο με ευγένεια, αλλά με
κάποια ταπεινή ευγνωμοσύνη. Το δέντρο
του οποίου τους καρπούς θα μαζέψουμε,
δεν πρέπει ποτέ να το ταρακουνήσουμε
τόσο άγρια. Δεν είναι κι εποχή αναστάτωσης
όπου μια μικρή σπουδή κι η βία ακόμη και
θα μπορούσαν να συγχωρεθούν. Είναι
χειρότερο από
βάναυσο, είναι
εγκληματικό, να προκαλέσει κανείς έναν
περιττό τραυματισμό στο δέντρο που τον
τρέφει ή του χαρίζει τη σκιά του. Τα
παλιά δέντρα είναι οι γονείς μας, και
οι γονείς των γονιών μας, κατ'επέκταση.
Αν μαθαίναμε τα μυστικά της Φύσης θα
εξασκούμασταν σε περισσότερη ανθρωπιά
από τους άλλους. Η σκέψη ότι έκλεβα τον
ίδιο μου τον εαυτό μου τη στιγμή που
τραυμάτιζα ένα δέντρο δεν μου ήρθε
ξαφνικά, αλλά ένιωσα σαν να είχα ρίξει
μια πέτρα σε ένα συναισθανόμενο ον, με
μια πιο θαμπή αίσθηση από τη δική μου,
είναι αλήθεια, αλλά με μια μακρινή
συγγένεια. Μακριά από τον άνθρωπο που
κόβει το δέντρο για να φτάσει το φρούτο!
Ποια μπορεί να είναι η ηθική μιας τέτοιας
πράξης;
Henry
David Thoreau στο ημερολόγιό του στις 23-10-1855
(ΙΙ)
Στον έρωτα (της είπε) το μυαλό εξατμίζεται
και
το μόνο που μένει το αδύναμο σώμα τόσο
με
τα γυμνά του κλαδιά
Χάρη Βλαβιανού, Οι λευκές νύχτες του
Τολστόι
(ΙΙΙ)
Η
παλιά μονοκατοικία δέσποζε στην τελευταία
γωνιά του δρόμου μας, φαινόταν, κι ήταν,
σχεδόν εγκαταλελειμμένη. Κάθε τόσο όμως
εργάτες έρχονταν και καθάριζαν τον
κήπο, ξεχορτάριαζαν, κλάδευαν, καλλώπιζαν,
καθάριζαν, κι έτσι άνετα η γειτονιά,
αλλά και πολλοί περαστικοί απολάμβαναν
τους κόπους τους· την άνοιξη τα
τριαντάφυλλα που ξέφευγαν πάνω από τη
μάντρα, το καλοκαίρι, τα σύκα πριν
προλάβουν να ωριμάσουν και πέσουν από
τη συκιά της έξω γωνίας, το φθινόπωρο
τα ρόδια - αν και τα τελευταία χρόνια
χρειαζόσουν σκάλα για να τα μαζέψεις,
τόσο είχε ψηλώσει η ροδιά· οι δύο γέρικες
ελιές στο πίσω μέρος του κήπου, μακριά
από το δρόμο, γλίτωναν το ευγενές
πλιάτσικο, άλλωστε από την αφροντισιά
χτυπημένες από το δάκο, άχρηστες, θα'ταν.
Ώσπου μια μέρα είδαμε την ταμπέλα,
Αρ.Αδείας 574/16 και τις προειδοποιήσεις
στα σταθμευμένα στο δρόμο μπροστά στο
σπίτι αυτοκίνητα·
σχετικά άμεσα ξεκίνησαν κι οι εργασίες
ανακατασκευής. Κι ενώ μέχρι σήμερα,
ύστερα από μήνες, οι εργασίες συνεχίζονται,
όλο και προστίθενται νέα δωμάτια, νέοι
χώροι, ψηλώνει και απλώνεται η παλιά
κατοικία, σύμφωνα πάντα με τις εντολές
των μηχανικών, μέσα σε μια μέρα, ο κήπος
όλος ξεπατώθηκε και ισοπεδώθηκε, ακόμη
και η γωνιακή μικρή συκιά, που καμιά
επέκταση της οικίας δεν εμπόδιζε, για
μέρες μύριζα το άρωμά της, χαρακτηριστικό
της απώλειας αναμνήσεων. Μόνο το τεράστιο
πεύκο απόμεινε, προστατευόμενο, βάσει
βασιλικού διατάγματος, είδος της
περιοχής. Ποια μπορεί να είναι η ηθική
μιας τέτοιας πράξης;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου