Κόλλησε
απάνω του σαν το χταπόδι, χέρια
και πόδια πλεγμένα σαν χορτάρινο καλάθι,
βεντουζίτσες
επιδερμίδας που ανέπνεαν μέσα από το
δέρμα του· αποκοιμήθηκε σφίγγοντάς του
τα χέρια-όλα μαζί, και είδε όνειρα υγρά,
γαλαζωπά, που διαδέχονταν εφιάλτες
πέτρινους, γκριζένιους· την επόμενη
στιγμή πετάχτηκε πάνω, δεν ήταν γραφτό,
μα δεν το απασχόλησε ούτε στιγμή, αυτό
το δάνειο μιας ζωής ανθρώπινης,
πραγματικής· χρησιμοποίησε το πνευμόνι
του, κι όταν χρειάστηκε να φύγει ρούφηξε
μια ανάσα του, ξετυλίχτηκε από κοντά
του, διέρρηξε τους
σωματικούς δεσμούς που τους ένωναν, κι
αναδύθηκε δια μιας
στη δική του υδάτινη σφαίρα· στη διαδρομή
συνάντησε το αβατάρ του, ενώθηκε μαζί
του κι άρχισε να ζει και να τρέφεται
μέσα από αυτό· πουθενά αλλού δεν
περιγράφεται
γλυκύτερα το
πνευματικό ζευγάρωμα παρά μόνο στις
γραφές, τις παμπάλαιες, στους αρχαίους
ρούνους που έχουν ξεχαστεί, βουλιάζοντας
μαζί με τα κατεστραμμένα δάση στα
θαλασσινά ερέβη…
Ξεπρόβαλε
δειλά πίσω από ένα
βράχο, σαν το ντροπαλό τέρας των ρομαντικών
ιστοριών και τυλίχτηκε
πάνω της προσπαθώντας να μπερδέψει τον
εχθρό - ο χρόνος είναι πάντα ο εχθρός,
τις σκέψεις του, τυλιγμένες σε ένα
σύννεφο μελανιού τις εκτόξευε κάθε
τόσο, αν όχι πολύ συχνά, η γνώση του πόθου
σκοτώνει το αντικείμενό της· την
ακούμπησε με τους μικροσκοπικούς του
μύες, την έγλειψε με τις χρωματοφόρες
μεμβράνες του, την έρρανε με τις
σπερματοφόρες κύστεις του, κι έμεινε
εκεί ανάσκελα με το φως αναμμένο να
ανασαίνει τον ιδρώτα της, να μυρίζει τα
φύκια στα μαλλιά της. Εκείνη, αγκαλιάζει
το κρύο πετσί, την πορφυρή του κάπα με
τις χιλιάδες απολήξεις που όλες τις
λογιάζει ερωτικές, που και που αναστενάζει,
μιλά ψιθυριστά, χωρίς να αρθρώνει λέξεις,
καταλαβαίνονται· το χταπόδι τής δαγκώνει
το στόμα, της ρουφά τα χείλη, ο πιο
αδιαπέραστος εραστής, αυτός που δεν
γνωρίζεις τίποτε για το πόθο του...
Έφυγε
κι άφησε πίσω το όστρακό του, ήθελε να
εξελιχτεί, να προχωρήσει, ζούσε αιώνες
πίσω, ποντάριζε σε στιγμές μπροστά,
γνώριζε καλά, είχε ακούσει αμέτρητες
διηγήσεις των ναυτικών, κολλημένο σε
καρίνες πλοίων με ξεχασμένα ονόματα·
σε αντίθεση με τα
ρεμόρα, τα ψάρια που προσκολλιώνται για
να βραδυπορήσουν τα καράβια, για να τους
αλλάξουν τη ρότα, δεν προοριζόταν να
ρουφήξει τον έρωτα και την τρυφεράδα,
ζούσε απ’αυτά, ζούσε γι’αυτά, δραπέτης
από την προκαθορισμένη ζωή του, η
χειρότερη απελπισία, να φουντάρεις στον
τόπο σου και να ζεις με αναμνήσεις,
που έγραψε κι ο ποιητής.
Φεύγοντας
άφησε ένα κομμάτι πίσω του· ξεχάστηκε;
το άφησε για ενθύμιο; στην κοίλη μνήμη
του θα κολλήσει το στόμα του και θα το
γλείψει, κι αυτό, στάλα-στάλα, μέρα με
τη μέρα, θα ξαναγεννηθεί.
είναι
σίγουρο ότι εγώ βουλιάζω σε σένα, όπως
η Βενετία βουλιάζει στο βούρκο της;
η
απορία του παρατηρητή τυλιγμένη κι αυτή
σ’ ένα σύννεφο από μελάνι…