Λένε οι άνθρωποι, γιατί κάτι πρέπει να πουν: "Να ζήσεις, να τη
θυμάσαι."
Οι αμήχανες ευχές στις κηδείες.
Καλύτερα να μέναμε σιωπηλοί. Να ήταν αυτή η κοινοτοπία μας. Αν λαχταράς να πεις κάτι -αλλά μόνο τότε- αγκάλιασε με.
Τα σώματα ξέρουν
Με αφορμή το χωρισμό, τα σώματα κατανοούν βαθύτερα.
Στους κανόνες υπάρχουν εξαιρέσεις. Και στις κοινοτοπίες επίσης.
Αν νιώθεις το "να ζήσεις, να τη θυμάσαι", γιατί καθώς προφέρεις το "να ζήσεις", το ποτίζεις με όσα ξέρεις από ζωή, αν το "να τη θυμάσαι" το γεμίζεις με εικόνες, τότε μεταγγίζεις την ευχή σ' αυτόν που την απευθύνεις.
Κάπως έτσι, μια σοφή φίλη, με
προέτρεψε να σε θυμάμαι, όχι στα τελευταία σου όταν σπάνια ήσουν η μαμά που γνώρισα, μα να φέρνω στο μυαλό μου την πιο τρυφερή, την πιο ανάλαφρη θύμησή σου.
Και καθώς συμπληρώνονται ήδη 40 μέρες, ίσως αρκετές για μένα -και ποιος ξέρει- ίσως και για σένα, να ποια είναι αυτή η ανάμνηση:
|
Φωτογραφία του Λεωνίδα |
Κυριακή απόγευμα. Αύριο έχω σχολείο κι έχω μουτρώσει.
Γυρνάμε από την καθιερωμένη αυτοκινητάδα. Ο μπαμπάς καπνίζει μέσα στ' αμάξι με τις χαλασμένες από την πρώτη μέρα αναρτήσεις. Δεν έχουν γίνει ακόμα ευρέως γνωστές οι συνέπειες του παθητικού καπνίσματος. Ανακατεύομαι από τον καπνό και τα τραντάγμτα. Στενοχωριέμαι κιόλας που αύριο θα ξυπνήσω πάνω στον πιο γλυκό μου ύπνο, να πάω ν΄ακούσω βαριεστημένους κι αυστηρούς δασκάλους.
Φάγαμε σε μια ταβέρνα. Παϊδάκια τα πιτσιρίκια, μπακαλιάρο σκορδαλιά ο
μπαμπάς κι εσύ. Χρόνια μετά, αναρωτιέμαι γιατί σας άρεσε. Ήπιατε ρετσίνα. Μάλλον επειδή ήταν φτηνή. Δεν βρίσκω άλλο λόγο να την προτιμήσει κανείς.
Μόλις δυο ποτήρια φτάναν να σε ζαλίσουν. Τα μάγουλά σου κατακόκκινα. Να που γέρνεις το κεφάλι πίσω. Κλείνεις τα μπλε μάτια. Το μπλε της Αιγύπτου. Το χρώμα των παιδικών σου χρόνων. Από ένα κόσμο άγνωστο σε μας. Μόνο στα μάτια σου συναντούσαμε τον τόπο που πάντα θεωρούσες πατρίδα.
Δεν θυμάμαι τι ακριβώς φορούσες. Μάλλον εκείνο το πράσινο κοτλέ ταγιεράκι που το μπάλωνες και τα μεταποιούσες χρόνια. Πού να βρεις άλλο πράσινο να σου πηγαίνει τόσο. Είσαι όμορφη κι ευτυχισμένη. Ο μπαμπάς
οδηγεί και σου ρίχνει λοξές ματιές. Σε καμαρώνει. Σας παρακολουθώ χωρίς να ξέρω ακόμα πως σας
ανακαλύπτω. Δεν είστε μπαμπάς και μαμά αυτή την ώρα. Δυο ερωτευμένοι είστε κι εμείς
του πίσω καθίσματος, μια παρένθεση της δικής σας κλωστής. Όπως κάθομαι πίσω του, τον αγκαλιάζω. Φιλάω την καράφλα του. Τον διεκδικώ βέβαια χωρίς να καταδέχομαι να το παραδεχτώ. Είναι ο μπαμπάς μου. Είναι δικός μου -τέρμα!
Γλυκαίνει μεν κι άλλο το πρόσωπο μα είναι δοσμένος αλλού.
Δηλαδή τζίφος;
Τζίφος!
Παρά την τρελή αδυναμία που μου έχει, είναι η στιγμή που το βλέμμα του κλειδώνει σ΄εσένα.
Ε, και λίγο στο δρόμο, μια και ζήσαμε να κάνουμε τη στιγμή ανάμνηση.
«Είμαι ελαφριά! Είμαι πούπουλο!» του δηλώνεις χαρούμενη και
κουνάς τα χέρια λες κι είναι φτερούγες. Δοκιμάζεις ν’ απογειωθείς.
Σιγά! Στο κάθισμα του συνοδηγού παρέμεινες, αλλά σχεδόν τραγουδάς λέγοντας: «Είμαι πεταλουδίτσα! Κοίτα με! Πετάω! Πετάω!»
Δείχνεις τόσο πειστική. Τουλάχιστον εσύ είσαι σίγουρη πως τα κατάφερες. Στο μεθυσμένο σου μυαλό πετάς.
Πόσο σαχλαμάρα, σκέφτομαι.
Κοίτα τώρα που εκείνη η σαχλαμάρα, τόσα
χρόνια μετά, γίνεται ο τρόπος να σε θυμάμαι.
Να είστε καλά σαχλαμάρες που επιτρέπετε να κλαδεύουμε τα περιττά, να ζωντανεύουμε τα χρώματα, στην ανάγκη να εφευρίσκουμε λεπτομέρειες, να στραβώνουμε εικόνες.
Να λοιπόν πώς το σκέφτομαι.
Όλο τον τελευταίο χρόνο που δεν
μιλούσες πια, που ούτε καν με κοίταζες κι έμοιαζες να νιώθεις όλο και λιγότερο την
παρουσία μου ακόμα κι όταν σε έκλεινα σφιχτά στην αγκαλιά, όλο αυτόν τον
καιρό, έπλεκες το κουκούλι σου. Περίμενες, ετοιμαζόσουν.
Γινόσουν εκείνη η
πεταλούδα που θα τα αλαφρύνει όλα, που δεν θ’ αφήσει πίσω της κανένα βάρος. Ένα χρόνο μεταμορφωνόσουν στην πιο ελαφριά σου ανάμνηση.
Στο μυαλό σου και στο δικό μου, τα κατάφερες.
Είσαι όμορφη μαμά. Πολύ όμορφη!