Η κυρία, μιας μέσης ηλικίας, μόλις είχε βγει από τη θάλασσα, και παρόλο
που είχε τα κιλά της κάθισε ανάλαφρα στην ήδη ξεδιπλωμένη αλουμινένια καρέκλα,
που την περίμενε όπως πάντα, μπροστά στο κύμα, την ξεδίπλωνε ενώ έφτανε στην
παραλία, την ώρα που καλημέριζε τις υπόλοιπες κυρίες, μιας κάποιας ηλικίας και
αυτές, άλλες λίγο μεγαλύτερης, άλλες ελάχιστα μικρότερης-ήταν βλέπεις πολύ
πρωινή η ώρα για τη θάλασσα, αργότερα, όταν πια όλες αυτές είχαν μαζευτεί και
μαγείρευαν στα σπίτια τους, αφού είχαν ξεπροβοδίσει τους συζύγους τους για το
καφενείο, θυμίζοντάς τους να μην ξεχάσουν στην επιστροφή το ψωμί και το
μαϊντανό. Ήταν η ώρα που η θάλασσα στραφτάλιζε, ο ήλιος ανέβαζε τα γράδα του,
και το πρωινό αεράκι που αχνοχανόταν αρκούσε να στεγνώσει την υγρασία από το
κορμί της. Σε λίγο ξεκίνησε τη διαδικασία αλλαγής του μαγιό, με τις μεθοδικές
και-καθημερινά-επαναλαμβανόμενες κινήσεις, δίπλωσε την πετσέτα γύρω από τη μέση
της, σκουπίστηκε, έβγαλε τα προσεκτικά διπλωμένα εσώρουχα από την πάνινη
τσάντα, την μπλε με τους απλικαρισμένους ναυτικούς κόμπους και την άγκυρα από κορδόνι,
την οποία, η κυρία απίθωνε με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε η άγκυρα να βυθίζεται
ελαφρά στη άμμο, για να μην την αναποδογυρίζει ο αέρας ή κάποιο απρόβλεπτο
κύμα, ενώ αυτή θα βρισκόταν μέσα στο νερό, φορούσε με συστολή και κοιτώντας
τριγύρω της τα εσώρουχα κι έριχνε γρήγορα πάνω της το μπουρνούζι, ώστε να
εξανεμίσει την πιθανότητα μιας διπλανής κλεφτής ματιάς. Ξανακάθισε ανακουφισμένη
στην καρέκλα και ξεγλιστρώντας από το χρόνο άφησε με τη σειρά της το μυαλό της
να ξεφύγει, κοιτώντας πάντα προς την ξελογιάστρα τη θάλασσα, και καρφώνοντας το
βλέμμα προς το απέναντι νησάκι.
-Άη Γιώργη μου, είμαι ευτυχισμένη