Δευτέρα 1 Αυγούστου 2011

Πότε ήρθες; Πότε θα φύγεις;


Ξαναγυρίζω στο χωριό, στον αστικό εκείνο τόπο πλέον που επιμένω να αποκαλώ 'το χωριό' όταν όλοι το λένε με το όνομά του, ικανοποιώντας κάπως ενδόμυχα τη ματαιοδοξία τους, αφού τα τελευταία χρόνια χαίρει ιδιαίτερης αναγνώρισης και εκτίμησης από τους ντόπιους ταξιδευτές. Ξαναγυρίζω για τις καλοκαιρινές διακοπές, κι εγώ όπως και οι παιδικοί μου φίλοι, με την οικογένεια, που είναι άλλη από αυτήν που γνωρίζαμε όταν είμασταν παιδιά. Κάθε καλοκαίρι, φέρνει και την αναπόφευκτη επιστροφή της ψυχής στα φίλια χώματα.



'Οπως πάντα θα ακολουθήσει η ιεροτελεστία της άφιξης: Πότε ήρθες; Πότε θα φύγεις; Ποιος είναι εδώ; Χαιρετούρες, αγκαλιές, ασπασμοί, χαμόγελα, επαναλαμβανόμενα κοινωνικά μοτίβα. Όσο περνάνε οι μέρες όλο και περισσότερους θα πετυχαίνεις: κάποιους που έμειναν μεταξεταστέοι στο διάβα της ζωής σου, κάποιους που είναι πλέον απλά γνωστοί, κάποιους που αμυδρά θυμάσαι, και άλλους που τους ξέρεις σαν την κάλπικη δεκάρα. Άλλους θα χαιρετίσεις από μακριά, άλλους θα τους πετύχεις στην παραλία, στο καφενείο ή στο μπαρ, με άλλους θα βρεθείς γύρω από ένα τραπέζι για να τα πείτε. Θα σε κοιτάνε από πάνω μέχρι κάτω, ψάχνοντας να ανακαλύψουν την αδυναμία που κρύβεις ή τη δύναμη που αποπνέεις. Περιμένουν να δουν αν άλλαξες, να μάθουν τι σκέφτεσαι, πώς λογάσαι, πώς προσπορίζεσαι, προσπαθώντας να μαντέψουν το βαθμό της κοινωνικής σου αξιοσύνης. Θα ρωτήσεις για τα παιδιά τους που παίζουν όλα μαζί στην πλατεία, ανακυκλώνοντας τη ζωή. Θα συναντήσεις τις μανάδες τους που παραμένουν αναλλοίωτες, ενώ οι περισσότεροι πατεράδες έχουν εγκαταλείψει το μάταιο τούτο κόσμο, αφήνοντας τις γυναίκες τους να συνεχίζουν να μιλάνε-πάντα έχουν περισσότερα να πουν οι γυναίκες, γιαυτό η φύση τούς εξοικονομεί περισσότερο χρόνο πάνω στη γη.
Σιγά-σιγά και όσο προχωρά η θερινή ραστώνη θα εγκαταλείπεις τον εαυτό σου και θα βυθίζεσαι στους γνώριμους ρυθμούς του τόπου σου. Θα συναντήσεις τους πραγματικούς σου φίλους, αυτούς που δεν έφυγαν ποτέ από δίπλα σου, για να περάσετε χαλαρές βραδυές με ποτό και με τσιγάρο, με μουσικές και συζητήσεις, με αστεία και πειράγματα. Στις επαναλήψεις της ημέρας θα ανακαλείς παιδικές αναμνήσεις, όμορφες εικόνες, εφηβικούς έρωτες, ξαναζώντας έτσι μια εποχή που ανεπίστρεπτα έχει περάσει, αλλά που αφιονισμένα νοσταλγείς, κάθε χρόνο περισσότερο από ποτέ. Νοιώθεις ότι εδώ ανήκεις περισσότερο από αλλού στον κόσμο, γιατί εδώ πέρασες τα πιο κρίσιμα για τη ζωή σου χρόνια, τις ανέμελες διακοπές, το χαλαρό ξόδεμα, την αργή ζωή που τώρα πια ζηλεύεις.
Από μακριά χαζεύεις τα σπίτια που, απλωμένα πάνω στο λόφο και γύρω από το λιμάνι, έχουν εξασφαλίσει μια θέση στον ήλιο και μια ματιά στη θάλασσα. Αρχοντικά, παλιά και καινούργια, με την-όσο θα μπορούσε να είναι στον αχόρταγο τούτο τόπο-αρχιτεκτονική τους προστατευμένη. Ασύμμετρα οικόπεδα, παράγωνες αυλές, ο ένας σχεδόν μέσα στην αυλή του άλλου, μεσοτοιχίες που υψώνονται κλείνοντας μέσα τους μεγάλες προσδοκίες και οικογενειακές δυστυχίες. 


Ανηφορίζοντας από την παραλία μπαίνεις στα στενοσόκακα, άλλα λιθόστρωτα και άλλα γεμάτα ξερόχορτα και χώμα διψασμένο. Το μάτι σου πιάνει ροζ ανθάκια βουκαμβίλιας που ξεστράτισαν, γλάστρες που υποφέρουν, γάτες που ψάχνουν τα σκουπίδια. Στ' αυτιά σου αντηχούν οι φωνές των παιδιών που παίζουν κλέφτες κι αστυνόμους. Χωρίς καθορισμένη πορεία ακολουθείς τυφλά το κάθε σοκάκι προσπαθώντας να θυμηθείς που θα σε βγάλει. Κάθε σοκάκι οδηγεί κάπου αλλού, σε κάποια στροφή μια έκπληξη μπορεί να σε περιμένει. Δεν ξέρεις σε ποιανού το σπίτι θα βρεθείς και δεν επιμένεις να ξέρεις. Οι βεβαιότητες σκοτώνουν. Τα σοκάκια, σαν τη ζωή, γνωρίζουμε λίγο ως πολύ πού θα μας βγάλουν, αλλά αρνούμαστε να το προσδιορίσουμε μη χάσουμε την έκπληξη, αυτό που θα μας συνεπάρει. Ακόμα και αν προχωράμε στα τυφλά ή έχουμε συγκεκριμένο στόχο αποζητάμε το απρόοπτο, αυτό που θα μας ξαφνιάσει. Τα σοκάκια, σαν τη ζωή, οδηγούν παντού και πουθενά.
Διαδρομές σε σύγκλιση ή απόκλιση, τροχιές αντικρουόμενες ή συγκρουόμενες, πορείες ταπεινές ή δαφνοστόλιστες, ζωές τσακισμένες ή εύφορες, όλοι μας επιστρέφουμε ξανά εκεί στα σπίτια των παιδικών-εφηβικών μας χρόνων, με την ίδια λαχτάρα και νοσταλγία, να δούμε τους υπόλοιπους, να τους χαιρετίσουμε και να τους φιλήσουμε: πότε ήρθες; πότε θα φύγεις;

6 σχόλια:

  1. Ο τίτλος σου είναι εμπνευσμένος...
    Εμένα μου ήρθαν στο μυαλό διάφορα, όπως ένα παρόμοιο με το δικό σου καταφύγιο, όπου ας πούμε πάνε οι ψυχές όταν πεθαίνουμε, παίρνουν μιαν ανάσα και ξανά πίσω, φεύγουν σε άλλο σώμα...
    Ή ακόμα αν θέλεις, το πώς προδιαγράφεται πλέον το νέο εργασιακό μας περιβάλλον...με απλούς, σύντομους, περιεκτικούς και αλληλέγγυους χαιρετισμούς...
    (Όπως θα'λεγε και η nefosis, ΤΑΞΙΔΕΨΑ, τώρα επιστρέφω πίσω...)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ανώνυμε-Επώνυμε, τό'χεις, εξάσκησέ το, το πονεμένο

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Πολύ ωραίο. Ζηλεύω αφόρητα γιατί μου λείπει πολύ το τοπίο που έθρεψε τα παιδικά μου χρόνια...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Έτσι είναι συνήθως οι ιδιαίτερες πατρίδες. Νοσταλγικές... Και οι άνθρωποί μας, σε αυτές, τα ζωντανά σημεία αναφοράς μας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Κι όταν φεύγεις, τότε ρωτάνε πότε θα ξανάρθεις...

    Καλές βόλτες στα σοκάκια της πατρίδας!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Newagemama, Τheorema, Φαούδι, ναι, ότι είναι τυχεροί αυτοί που έχουν τέτοια σημεία αναφοράς, αλλά πάλι ποτέ δεν είναι αργά να αποκτήσει κάποιος ευτυχισμένα παιδικά χρόνια!

    ΑπάντησηΔιαγραφή