Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2021

Τσουλούφης


 ­- Κάτι σου έπεσε, ρε Μητσάρα, του σφύριξαν.

  Κάνε θεέ μου να μην είναι αυτό, σκέφτηκε και τον έπιασε ταχυπαλμία.

Καθισμένος στο προτελευταίο θρανίο, στην τελευταία τάξη, στο ολοκαίνουργιο γκρίζο κτίριο της σχολής Εμποροπλοιάρχων του Ασπρόπυργου, προσπαθούσε να παρακολουθήσει το μάθημα, που ο καθηγητής κύριος Αντώνης Αντωνόπουλος παρέδιδε με ζήλο, Ατμολέβητες (ή Μηχανές Εσωτερικής Καύσης;) Ήταν όμως και αρκετά ιδιότροπος κι ο Μήτσος φρόντιζε να μην ταράζεται από τα πειράγματα των συμμαθητών του. Τους άφηνε όμως να τον πειράζουν άλλες ώρες, φερ’ειπείν στο διάλειμμα, κάπως έτσι παρέμενε φερ’επείν φίλος τους, χωρίς να πάψει ούτε στιγμή να αναστατώνεται και να τους φοβάται.

Του’ρθαν στο μυαλό τα σχόλιά τους έτσι και το σκίτσο έπεφτε στα χέρια τους: για δείτε ένα τσίλικο κοριτσάκι, ποια είναι αυτή η ομορφούλα; τον περιγελούσαν για τα αδρά ζυγωματικά του, τις γυριστές βλεφαρίδες του, τα άλικα χείλη του, κυρίως όμως για τα δίχρωμα μαλλιά του, τα ξανθωπά της κεφαλής του σε αντίθεση με το κατάμαυρο τσουλούφι που ανυπόταχτο έσκαγε στο μέτωπό του. Και παρόλο που στη σχολή πήγαιναν κοντοκουρεμένοι, ένας νόμος το προέβλεπε, τους είχε πει αυστηρά ο διευθυντής, ποτέ δεν άφησε τον κουρέα να ξυρίσει το μαύρο τσουλούφι του, θα'χεις μπλεξίματα τον προειδοποίησε αυτός, σάμπως και τώρα δεν έχω, αναρωτήθηκε από μέσα του. Το είχε από μωρό, μια σκουρόχρωμη δεσμίδα τριχών εμφανίστηκε στο μέτωπό του, όταν έπεσε το χνούδι της γέννας, και παρέμεινε εκεί και μετά αφότου βγήκαν τα πρώτα ξανθά στο υπόλοιπο του κεφαλιού, σημάδι ότι ήταν ξεχωριστός, του έλεγε η μάνα του, που κι αυτή δεν του το είχε κουρέψει ποτέ, μόνο ψαλίδισμα μερικές φορές για να μην του πέφτει στα μάτια. Θυμόταν ακόμη την αίσθηση του χαδιού της όταν του το έστρωνε για να μην τον ενοχλεί. Μεγαλώνοντας, τα παιδιά στη γειτονιά τον κορόιδευαν γι'αυτήν την ιδιαιτερότητα του κεφαλιού του, ήρθε ο τσουλούφης, φώναζαν, αλλά τότε δεν έδινε σημασία, ποτέ δεν αισθάνθηκε τη μοχθηρία που είχε η λέξη όταν την ξεστόμιζαν οι συμμαθητές του στη σχολή, τρία χρόνια τώρα που τον είχαν βάλει στο μάτι. Εδώ, έτσι και αλλιώς, υπήρχε έντονος ανταγωνισμός από την πρώτη στιγμή, αλλά το πτυχίο το ονειρευόταν από μικρός, ήθελε να γίνει ναυτικός, να μπαρκάρει όπως ο πατέρας του, και όσο πλήθαιναν οι κοροϊδίες τόσο αυτός πείσμωνε, και παρόλο που ήθελε ακόμη τρεις μήνες για τις εξετάσεις και το πτυχίο, η αντοχή του άγγιζε τα όριά της.

  Κάνε να μην μου έχει πέσει η ζωγραφιά μόνο· ήξερε τι θα ακολουθούσε από γιουχάισμα, αφού στο σκίτσο έμοιαζε με κορίτσι, θα επιβεβαιωνόταν όλη αυτή η καζούρα και τα κρυφογελάκια πίσω από την πλάτη του. Του το είχε φτιάξει ένας λοστρόμος, μαύρος από το Άντεν, που πέθανε από κίτρινο πυρετό και τον ρούφηξε η θάλασσα, την πρώτη φορά που ταξίδεψε με τον πατέρα του. Του θύμιζε τη μητέρα του και το χάδι της και το κρατούσε πάνω του σαν φυλαχτό. Τη μητέρα του την είχε χάσει από μικρός, αλλά με το που τελείωσε το σχολείο, ο πατέρας είχε ξεμπαρκάρει, για να τον πάρει μαζί του, θέλοντας να σιγουρευτεί ότι στο παιδί θα άρεσε το επάγγελμα του ναυτικού. Δεν υπήρχε λόγος, ακόμη και να μην του άρεσε, θα έλεγε ψέματα, λαχταρούσε τόσο να βρεθεί μαζί με τον πατέρα του πάνω στο καράβι. Του είχε λείψει πολύ ο πατέρας του τα τελευταία χρόνια που έμενε πίσω με τη γιαγιά και τον παππού, και περίμενε με αγωνία τα γράμματά του - εις μάτην όμως, ο πατέρας, γράμματα δεν ήξερε πολλά, κάθε τόσο έστελνε καμιά κάρτα, με κολυβογράμματα, δικά του ή κάποιας ορντινάτσας του: Πορτ-Σάιντ, Βούργας, Σμύρνη, Μάλαγα, Αλεξάνδρεια. Κάθε φορά που την έπιανε στα χέρια του, τη μύριζε, δεν οσφραινόταν το χαρτί, μα την αρμύρα και τα μηχανόλαδα, εκείνον δεν τον ένοιαζε, πίστευε ότι η κάρτα έφερνε την αύρα από τα λιμάνια που έπιανε το καράβι του πατέρα του, κι έτσι έμαθε να αναγνωρίζει τις πόλεις από τις κάρτες και τα αρώματά τους.

Κι ενώ στριφογύριζαν εικόνες από τα λιμάνια του κόσμου του μέσα στο μυαλό του, με την άκρη του ματιού του είδε ένα κουμπί από το σακάκι του στο πάτωμα.

Ουφ, προς το παρόν την είχε γλυτώσει.

Πριν λίγες μέρες o Bιβλιοθηκάριος καταλογογραφούσε μια συλλογή εκδόσεων του Πειραιά,  όπου και εντόπισε ένα βιβλίο με τίτλο “Ατμολέβητες” του Γ. Ζ Συρίγου και υπότιτλο "διά τους μαθητάς της Γ τάξεως Ε.Ν. των Ν Σχολών Μηχανικών". Στην τελευταία σελίδα του βιβλίου υπάρχει ένα σκίτσο που εικονίζει έναν άντρα. Η ανάρτηση του εξωφύλλου και του σκίτσου στο fb προκάλεσε πολλά σχόλια τόσο για τον κάτοχο του βιβλίου όσο και για τον άγνωστο καλλιτέχνη του σκίτσου. Η δυναμική αυτής της κουβέντας και των εικασιών ήταν το έναυσμα, για ένα διιστολογικό αφιέρωμα. Σαν τον παλιό (καλό) καιρό...

 Συμμετέχουν:

Βιβλιοθηκάριος

Quasar

Tsalapetinos

Rubies and Clouds 

Αγράμπελη


5 σχόλια: