Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα άδειο κελί.
Ένα κελί όχι όποιο κι όποιο.
Ήταν μικρό αλλά πολύ φιλόδοξο.
Με τα πτυχία, τις άδειες, τις αξιολογήσεις και τα πιστοποιητικά
του.
Έτοιμο κι ονειροπόλο ανέμενε κάτι περισσότερο από σκέτα
νούμερα κι ας ήταν μεγάλα.
Όχι, είχε δυνατότητες. Μπορούσε να γεμίσει με αθροίσεις και συναθροίσεις.
Μέσους όρους, απλές και λογικές σχέσεις. Συναρτήσεις και διαγράμματα
χρήσιμα σε συγγράμματα. Θυμόταν πολύπλοκους μαθηματικούς και στατιστικούς
τύπους. Απλούς και μυστηριώδεις. Μπορούσε να λογαριάσει και να τρέξει ταχύτερα από Ολυμπιονίκη. Να φυλακίσει ώρες, μέρες και χρόνια. Δεκαετίες
ολόκληρες. Μπορούσε να κλείσει μέσα του το μέλλον και ανά πάσα στιγμή να
γυρίσει στο παρελθόν χωρίς να ξεχάσει δευτερόλεπτο. Μέχρι και κείμενα χωρούσε.
Θα μπορούσε ο κύριος Κάποιος να γράψει μια ιστορία μέσα του. Να αραδιάσει
επιχειρήματα κι ας μην ήταν τα μπλα μπλα το δυνατό σημείο του κελιού. Αυτουνού
του άρεσε να λογαριάζει. Το έλεγες και τύπο πολύ υπολογιστικό. Θα μπορούσες όμως
και να το δεις σαν φίλο. Από αυτούς που κάνουν τους καλούς λογαριασμούς.
Ήταν στο χέρι του κυρίου Κάποιου να του εμπιστευθεί μικρά κι
ασήμαντα πράγματα και να το αφήσει να σκεφτεί για λίγο. Ελάχιστα όμως. Όσο ένα
βλεφάρισμα κι ακόμα λιγότερο και το κελί θα επέστρεφε θαύματα και χρόνο πολύτιμο. Χρόνο
να τον διαθέσει ο κύριος Κάποιος όπως ήθελε. Ακόμα και για να ονειρευτεί που
λέει ο λόγος. Αν ήθελε βέβαια, γιατί στην πραγματικότητα δεν ήταν ανάγκη. Μπορούσε
το κελί να τα σκεφτεί όλα ή σχεδόν όλα αντί για τον κύριο Κάποιον. Να υπολογίσει,
να σερβίρει και χαρούμενο να κουνήσει την ουρά του.
Το έλεγες και κελί απελευθερωτικό.
Ακόμα κι αν ο κύριος Κάποιος δεν το επαινούσε, ακόμα κι αν
δεν του αντιγύριζε ένα χάδι, το κελί θα παρέμενε πρόθυμο και πιστό. Κυρίως όμως
αξιόπιστο.Μέσα του διεκδικούσε το παράσημο του καλύτερου φίλου του ανθρώπου.