Σήκωσε
τα μάτια και μας κοίταζε όλους εμάς Σαν
το λαγό όταν ρίχνει πάνω του τους
προβολείς ο κυνηγός Σαν το κυνηγημένο
ζώο που πιάστηκε στη φάκα Ένα απελπισμένο
σαρκί που τυλίχτηκε γύρω από κάποια
κόκκαλα
Τι
μπορεί να πήγε στραβά;
Ποιος
έφταιξε;
Γιατί
αυτό τώρα;
Τι
έπρεπε να κάνω;
Προσπάθησα
όλα αυτά τα χρόνια να είμαι καλή, ευγενική,
δοτική, να μην επαίρομαι και να μη
βαρυγκωμώ, να φροντίζω γονείς, παιδιά
και οικογένεια. Να καθαρίζω, να μαγειρεύω,
να φιλεύω και να προσέχω τα εγγόνια. Να
πηγαίνω στην εκκλησία, να νηστεύω τη
Σαρακοστή και να ακολουθώ το
σαρανταλείτουργο, να δίνω το παρόν στους
χαιρετισμούς και στις παρακλήσεις, να
ψέλνω τα απολυτίκια και τα τροπάρια, να
θλίβομαι το Μεγαλοβδόμαδο. Κοίταζα να
εξομολογούμαι τακτικά κι όταν έβρισκα
λίγο χρόνο έτρεχα σε φτωχούς και σε
αρρώστους. Λάτρευα τα παιδιά μου· μαζί
τους ξενυχτούσα όταν αυτά έδιναν
εξετάσεις και τα βράδια παραφύλαγα να
ακούσω το κλειδί στην πόρτα όταν αυτά
τριγυρνούσαν και ξενυχτούσαν· εγώ
κρατούσα το χέρι τους όταν φοβόντουσαν,
εγώ ακουμπούσα στο προσκεφάλι τους όταν
είχαν πυρετό, εγώ τα τάιζα όταν αρρώσταιναν.
Το ίδιο έκανα και μετά με τα εγγόνια
μου. Και καθώς η ζωή επαναλαμβανόταν
γαντζώθηκα από το διηνεκές. Κι αξίωνα
να κρατήσει για πάντα αυτή η ζωή. Να
φροντίζω το φαγητό τους, τις αλλαξιές
τους, τα μαθήματά τους, τις καρδιές
τους, αυτό ήθελα, να είμαστε για πάντα
όλοι μαζί, να μένουμε για πάντα όλοι
μαζί, στα καθημερινά, στα τραπεζώματα,
στις μαζώξεις, στις γιορτές, στις αυλές,
στους κήπους και στις βεράντες.
Ήθελε
να το καταλάβει. Αυτό που δεν χωνεύεται
γιατί πάει και στέκεται κατευθείαν στην
καρδιά, ήθελε να το καταλάβει. Κι ας
ήξερε ότι δεν είχε κάποιο νόημα να το
καταλάβει...Κι αυτό ήταν που την πλήγωνε
περισσότερο. Η προδοσία όλων αυτών που,
με καλή πίστη, είχε πράξει. Και τώρα παρά
ποτέ, ήθελε να ξανανιώσει το σκίρτημα
μιας ζωής μέσα της. Ήθελε να ξαναζήσει
το γέμισμα των ωδινών και το άδειασμα
της ευτυχίας. Ήθελε να ακούει παιδικά
γέλια και όχι ενήλικα κλάματα. Ήθελε να
συγκλονιστεί από τον αχό της χαράς κι
όχι από τον απόηχο της βουβαμάρας
Και
μετά την είδαμε να σηκώνει τα χέρια
Είδαμε το μικρό κουρδιστήρι στο ένα
χέρι και τη αφύσικα μεγάλη μανιβέλα στο
άλλο Όρμησε να σταματήσει το ρολόι στον
τοίχο και να γυρίσει πίσω το μυαλό, ή
πάλι ίσως, να βάλει μπρος στο μυαλό και
να γυρίσει πίσω το ρολόι… δεν ήξερε ότι
ο χρόνος δεν γυρνά ποτέ από ανθρώπινο
χέρι και πως η ανθρώπινη ιστορία γράφεται
για να διαβάζεται ιεραρχικά, σελίδα με
τη σελίδα, δεν είχε ακούσει για τα δεσμά
της μοίρας των ανθρώπων, δεν έμαθε ποτέ
αγγλικά για να καταλάβει το ατελέσφορο
it is bound to happen
Έχετε
δει απελπισμένο; Σας έχει κοιτάξει
απελπισμένος; Και δεν σκύψατε το κεφάλι;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου