Η
πρώτη μου ερώτηση μόλις έφτανα στο νησί
ήταν: “πού είναι το καλύτερο σημείο να
δούμε το ηλιοβασίλεμα;”. Η μέγιστη
έγνοια των καλοκαιρινών διακοπών. Έπρεπε
να εντοπίσω το μέρος στο χάρτη, να
εξασφαλίσω ότι την ώρα εκείνη θα είμαστε
έξω, στην παραλία ή στον κατάλληλο λόφο.
Ανέβλυζε σαν μια εσωτερική ανάγκη να
αποτυπώσω χρώματα κι αποχρώσεις, να
αποθανατίσω τη στιγμή της τελικής πτώσης
του ηλιάτορα, να εντρυφήσω στην καθημερινή
μικρή συντριβή του. Τα ηλιοβασιλέματα
είναι τόσο δραματικά που διψασμένα τα
αποζητάς όταν είσαι νέος. Με τα χρόνια
εξασθένισε η ανάγκη αυτή, ίσως γιατί
ολόκληρη η ζωή είχε πια γίνει δραματική.
Τώρα
πλέον, στις καλοκαιρινές διακοπές,
φροντίζω να ξυπνήσω πολύ πρωί, να ρουφήξω
τη μέρα, πριν αυτή γεμίσει με το βουητό
και τη σκόνη του κόσμου. Πριν ακόμη η
ζέστη με τυλίξει στο ηδονικό της ραχάτι.
Κάθομαι κι αφουγκράζομαι. Σηκώνω το
βλέμμα προς το αρχέγονο φως. Μυρίζω τη
πρωινή δροσιά που μπαίνει από τις
χαραμάδες και τυλίγει το σώμα. Μετράω
το χρόνο με ήχους και χρώματα.
Λίγο
πριν το ξημέρωμα τα ζωντανά βρίσκονται
σε αναστάτωση. Τα πρόβατα στη στάνη
στριμώχνουν το ένα το άλλο. Οι σαύρες
αφήνουν τις φωλιές τους και ξεκινάνε
το κυνήγι. Τα κοκόρια δίνουν το σύνθημα
βγάζοντας την πιο σπαραχτική κραυγή
τους. Τότε τα τζιτζίκια πιάνουν το πιο
δυνατό τους τραγούδι σαν τους κατάδικους
που δεν ξέρουν τι θα τους ξημερώσει η
επαύριο. Σε κρεσέντο μέχρι εξάντλησης.
Η πρώτη μεγάλη παύση δίνει τη σκυτάλη
στο σόλο των οργάνων μιας ιδιόμορφης
πρωινής ορχήστρας. Πολύχρωμες κίσσες
αναπηδούν στα δέντρα κρώζοντας αλλόφρονα.
Οι σταχτιές δεκαοχτούρες γρυλίζουν
κουρνιάζοντας. Τα ταπεινά σπουργιτάκια
ξεμυτάνε τιτιβίζοντας από τα κεραμίδια
και κατακλύζουν κλαδιά και σύρματα·
κι οι σπίνοι συρρέουν στα έρημα αλώνια.
Ανυπόμονοι οι γλάροι περιμένοντας την
πρωινή ψαριά πετάνε σκούζοντας προς τη
στεριά, αλάνθαστο σημάδι πως ο καιρός
θα αλλάξει ή η ζέστη θα χειροτερέψει.
Κάποια χελιδόνια που ξώμειναν τιτιβίζουν
βουτώντας στις ανεπαίσθητες υδάτινες
γουρνίτσες του χωματόδρομου, εκεί όπου
την προηγούμενη το βράδυ κατάβρεξαν οι
συστηματικοί νοικοκύρηδες, για να
κρυφτούν αμέσως μετά κάτω απ' τα ξύλινα
μπαλκόνια, μην τυχόν και τα προλάβει η
λάβρα της ημέρας. Ένα απείθαρχο τζιτζίκι
αποτολμά ένα τερέτισμα την ώρα των
πουλιών, αλλά μετά από λίγο, απογοητευμένο
από την έλλειψη επαναστατικότητας των
υπολοίπων, σωπαίνει.
Κι
άξαφνα σαν να'χουν όλα συντονίσει τα
ρολόγια τους, λίγο πριν σκάσει η πρώτη
ηλιαχτίδα, σταματάνε. Μια απρόσμενη,
εκκωφαντική ησυχία αγκαλιάζει τα πάντα.
Τότε, και μόνο τότε, ακούς τις ανθρώπινες
ανάσες από τα ανοιχτά παράθυρα.
Κι
όταν ο ήλιος φτάσει στις προκαθορισμένες
μοίρες πάνω στον ορίζοντα, όταν σκάει
ολόφρεσκος και ζωηρός, σαν παιδάκι που
καλοκοιμήθηκε στην αγκαλιά της μάνας
του, όταν σιγά-σιγά αρχίζει να λούζει
τα σπίτια με τη λαμπεράδα του, τότε και
μόνο τότε, ένα-ένα, δέκα-δέκα, εκατοντάδες,
η μεγάλη συμφωνική των τζιτζικιών
αναλαμβάνει πάλι δράση.
Κλείνω
το παράθυρο και συνεχίζω τον ύπνο·
έχω να στείλω την καρτ-ποστάλ αύριο...
ένας φίλος κάποτε ηχογράφησε τους ήχους της ανατολής στον άγιο-γιάννη της νότιας κρήτης... ακούω συχνά το "κομμάτι" αυτό, με τα διάφορα ζώα και πουλιά να μπαίνουν όπως τα όργανα μίας ορχήστρας...
ΑπάντησηΔιαγραφήη ανατολή ήταν πάντα η πιο αγαπημένη μου (από τη δύση)
έτσι ακριβώς όπως τα λες, σαν καλοσυντονισμένη ορχήστρα
ΑπάντησηΔιαγραφή