Λατρεύω τα λαχανικά. Πιο γήινα απ΄τα λουλούδια, με τη δική τους πρακτική ομορφιά και τη δυναμική των πλασμάτων της δουλειάς. Η φρεσκάδα τους μεταδοτική. Οι βιταμίνες τους ξεχειλίζουν στον αέρα και τα χρώματα συναγωνίζονται τις ακριβότερες ποικιλίες των ανθοπωλείων. Μ΄αρέσει η ζωντάνια των υπαίθριων αγορών. Οι φωνές και τα πειράγματα, η αμεσότητα των πωλητών. Ως εκ τούτου, η βόλτα στη λαϊκή αποτελεί τη προσωπική μου διασκέδαση τα πρωινά του Σαββάτου.
Χαζεύω αρκετή ώρα στους πάγκους κι επηρεάζομαι απ' την κοψιά των μανάβηδων. Αν μου φανούν τίμιοι και κεφάτοι, εμπιστεύομαι τα προϊόντα τους. Κυρίως αν είναι οι ίδιοι παραγωγοί.
Στον πάγκο του Χρήστου, ο κόσμος κάνει ουρά. Δέκα με 15 λεπτά θα σταθείς οπωσδήποτε, μα μη διαμαρτυρηθείς. Παρακολούθησε τον. Ο Χρήστος είναι αγρότης απ' το Μαραθώνα. Νέος, ψηλός και μερακλής. Μόνιμα φοράει ένα σκούφο. Δεν ξέρω αν φταίει το κρύο ή τα μαλλιά του, που πρόωρα αποφάσισαν να τον εγκαταλείψουν. Το πρόσωπο μόνιμα σοβαρό. Όχι κατσούφικο, μα σπάνια χαμογελάει. Κάθε Σάββατο αραδιάζει την (υπερ)παραγωγή του στην ατελείωτη πελατεία. Λάχανα για βραστά και για σαλάτα, άσπρα, κόκκινα, πράσινα και κινέζικα. Καρότα με σγουρές χαίτες, φρέσκα κρεμμυδάκια δεμένα σε καλοχτενισμένα μάτσα αλλά και σχινόπρασσα και σκόρδα. Εσκαρόλ και βαλεριάνες, λόλες, μαρούλια και ιταλικά, πιπεριές και λαχανάκια Βρυξελλών, ραπανάκια, ρόκες και κόλιανδροι, όλα προσηλωμένα στο μαέστρο τους. Ο Χρήστος διευθύνει την ορχήστρα της σαλάτας. Πετάει το μαρούλι στον αέρα και την ίδια στιγμή ανοίγει τη σακούλα όπου θα προσγειωθεί η πρασινάδα του. Παραμερίζει την πρώτη σοδειά και προχωράει στην επόμενη παραγγελιά καταλήγοντας να γεμίσει ένα χώρο γύρω του με τις προτιμήσεις του πελάτη. Με σπινάρισμα εκτοξεύει μία-μία τις σαλάτες σε μια μεγαλύτερη τσάντα όπου χώνει με γρήγορες κινήσεις τα κερασμένα. Τα καλοφροντισμένα λαχανικά εκτελούν τις πιρουέτες του καλλιεργητή τους με βιρτουοζιτέ επαγγελματία χορευτή. Σίγουρα, πίσω απ' την παράσταση κρύβονται ώρες δουλειάς κι είναι σίγουρο πως αυτό το μπρόκολο που τώρα στριφογυρίζει στον αέρα, έχει τρίψει τα πονεμένα του κοτσάνια μετά από ατελείωτες πρόβες.
Ο Χρήστος είναι κιμπάρης. Τρία ζαρζαβατικά θα του ζητήσεις με τα διπλά -τουλάχιστον- θα φύγεις απ' τα κεράσματα κι αν χαμογελάς συχνά σαν μερικές χαζοβιόλες που ξέρω καλά, τότε θέλεις σίγουρα καρότσι. Κι ενώ θα έλεγες πως στρέφει όλη του την προσοχή στις φιγούρες, ελέγχει πάντα ποιος πάει να φάει τη σειρά στους υπόλοιπους και κεραυνοβολεί τον εξυπνάκια στρέφοντας το μακρύ του δείκτη στον πελάτη που προηγείται.
Το μεσημέρι κοντεύει κι εκτός από εκείνους που καθυστέρησαν τα ψώνια τους, έρχονται στη λαϊκή, άνθρωποι ακαθόριστης ηλικίας, ακαθόριστου χρώματος και σχήματος. Ο δρόμος τα σβήνει όλα. Μαλλιά, δέρμα, ρούχα, παπούτσια αποκτούν ενιαία απόχρωση.
Ο κύριος με οδοντοστοιχία-πολεμίστρες και σταχτί πρόσωπο πλησιάζει στον πάγκο.
- Έχεις ένα λάχανο μαλακό; Για ένα φίλο μου Αλβανό, πολύ φτωχό. Την άλλη φορά, τον κορόιδεψαν. Του έδωσαν ένα λάχανο που δεν μπόρεσε να το μασήσει. Είναι χάλια τα δόντια του, του φουκαρά...
- Θα πήρε για βραστό. Εγώ θα σε κεράσω ετούτου. Βάλε μαζί και μια βαλεριάνα. Είναι γλυκιά και τρυφερή.
Λεφτά δεν άλλαξαν χέρια, αλλά το λάχανο κι η βαλεριάνα εκτινάχθηκαν σε τριπλές εναέριες πιρουέτες πριν φωλιάσουν στη σακούλα του άστεγου.
Κάθε φορά που φεύγω απ' τη λαϊκή, σκέφτομαι πως η εικόνα αυτή δεν είναι δεδομένη. Πως οι ρόλοι της συνηθισμένης πελατείας και των ανθρώπων του δρόμου δεν έχουν κόκκινες διαχωριστικές γραμμές κι o Χρήστος μπορεί την επόμενη φορά να μην καταφέρει να μαγέψει τα ιπτάμενα μπρόκολά του. Αν όμως οι ευχές έχουν την παραμικρή δύναμη, αν υπάρχει ένας θεός των γήινων πλασμάτων, θα ήθελα να τους -μας- κλείσει όλους σε μια αλεξίσφαιρη χρονοκάψουλα. Όχι απ' αυτές που αιμορραγούν.
Χαζεύω αρκετή ώρα στους πάγκους κι επηρεάζομαι απ' την κοψιά των μανάβηδων. Αν μου φανούν τίμιοι και κεφάτοι, εμπιστεύομαι τα προϊόντα τους. Κυρίως αν είναι οι ίδιοι παραγωγοί.
Στον πάγκο του Χρήστου, ο κόσμος κάνει ουρά. Δέκα με 15 λεπτά θα σταθείς οπωσδήποτε, μα μη διαμαρτυρηθείς. Παρακολούθησε τον. Ο Χρήστος είναι αγρότης απ' το Μαραθώνα. Νέος, ψηλός και μερακλής. Μόνιμα φοράει ένα σκούφο. Δεν ξέρω αν φταίει το κρύο ή τα μαλλιά του, που πρόωρα αποφάσισαν να τον εγκαταλείψουν. Το πρόσωπο μόνιμα σοβαρό. Όχι κατσούφικο, μα σπάνια χαμογελάει. Κάθε Σάββατο αραδιάζει την (υπερ)παραγωγή του στην ατελείωτη πελατεία. Λάχανα για βραστά και για σαλάτα, άσπρα, κόκκινα, πράσινα και κινέζικα. Καρότα με σγουρές χαίτες, φρέσκα κρεμμυδάκια δεμένα σε καλοχτενισμένα μάτσα αλλά και σχινόπρασσα και σκόρδα. Εσκαρόλ και βαλεριάνες, λόλες, μαρούλια και ιταλικά, πιπεριές και λαχανάκια Βρυξελλών, ραπανάκια, ρόκες και κόλιανδροι, όλα προσηλωμένα στο μαέστρο τους. Ο Χρήστος διευθύνει την ορχήστρα της σαλάτας. Πετάει το μαρούλι στον αέρα και την ίδια στιγμή ανοίγει τη σακούλα όπου θα προσγειωθεί η πρασινάδα του. Παραμερίζει την πρώτη σοδειά και προχωράει στην επόμενη παραγγελιά καταλήγοντας να γεμίσει ένα χώρο γύρω του με τις προτιμήσεις του πελάτη. Με σπινάρισμα εκτοξεύει μία-μία τις σαλάτες σε μια μεγαλύτερη τσάντα όπου χώνει με γρήγορες κινήσεις τα κερασμένα. Τα καλοφροντισμένα λαχανικά εκτελούν τις πιρουέτες του καλλιεργητή τους με βιρτουοζιτέ επαγγελματία χορευτή. Σίγουρα, πίσω απ' την παράσταση κρύβονται ώρες δουλειάς κι είναι σίγουρο πως αυτό το μπρόκολο που τώρα στριφογυρίζει στον αέρα, έχει τρίψει τα πονεμένα του κοτσάνια μετά από ατελείωτες πρόβες.
Ο Χρήστος είναι κιμπάρης. Τρία ζαρζαβατικά θα του ζητήσεις με τα διπλά -τουλάχιστον- θα φύγεις απ' τα κεράσματα κι αν χαμογελάς συχνά σαν μερικές χαζοβιόλες που ξέρω καλά, τότε θέλεις σίγουρα καρότσι. Κι ενώ θα έλεγες πως στρέφει όλη του την προσοχή στις φιγούρες, ελέγχει πάντα ποιος πάει να φάει τη σειρά στους υπόλοιπους και κεραυνοβολεί τον εξυπνάκια στρέφοντας το μακρύ του δείκτη στον πελάτη που προηγείται.
Το μεσημέρι κοντεύει κι εκτός από εκείνους που καθυστέρησαν τα ψώνια τους, έρχονται στη λαϊκή, άνθρωποι ακαθόριστης ηλικίας, ακαθόριστου χρώματος και σχήματος. Ο δρόμος τα σβήνει όλα. Μαλλιά, δέρμα, ρούχα, παπούτσια αποκτούν ενιαία απόχρωση.
Ο κύριος με οδοντοστοιχία-πολεμίστρες και σταχτί πρόσωπο πλησιάζει στον πάγκο.
- Έχεις ένα λάχανο μαλακό; Για ένα φίλο μου Αλβανό, πολύ φτωχό. Την άλλη φορά, τον κορόιδεψαν. Του έδωσαν ένα λάχανο που δεν μπόρεσε να το μασήσει. Είναι χάλια τα δόντια του, του φουκαρά...
- Θα πήρε για βραστό. Εγώ θα σε κεράσω ετούτου. Βάλε μαζί και μια βαλεριάνα. Είναι γλυκιά και τρυφερή.
Λεφτά δεν άλλαξαν χέρια, αλλά το λάχανο κι η βαλεριάνα εκτινάχθηκαν σε τριπλές εναέριες πιρουέτες πριν φωλιάσουν στη σακούλα του άστεγου.
Κάθε φορά που φεύγω απ' τη λαϊκή, σκέφτομαι πως η εικόνα αυτή δεν είναι δεδομένη. Πως οι ρόλοι της συνηθισμένης πελατείας και των ανθρώπων του δρόμου δεν έχουν κόκκινες διαχωριστικές γραμμές κι o Χρήστος μπορεί την επόμενη φορά να μην καταφέρει να μαγέψει τα ιπτάμενα μπρόκολά του. Αν όμως οι ευχές έχουν την παραμικρή δύναμη, αν υπάρχει ένας θεός των γήινων πλασμάτων, θα ήθελα να τους -μας- κλείσει όλους σε μια αλεξίσφαιρη χρονοκάψουλα. Όχι απ' αυτές που αιμορραγούν.
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Χρήστος όπως τον περιγράφεις μου θύμησε ταινία του Ζαν Γιμού ......
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι χορογραφίες......οι πιρουέτες...
Να ναι καλά!
Σπανίζουν τέτοιοι άνθρωποι.
Φιλάκια συννεφούλα μου:))
Κάτι σαν ιπτάμενα μαρούλια δηλαδή, αντί για ιπτάμενα στιλέτα. Φιλιά Σοφάκι μας. :)
ΔιαγραφήΑπό τα πιο αγαπημένα μου μέρη στον κόσμο οι λαϊκές :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΑνακάλυψα πρόσφατα ότι υπάρχουν μαύρες ντομάτες-ε, ήταν η αποκάλυψη της χρονιάς, αν τις βρεις μην τις χάσεις!
Μαύρες ντομάτες; Εσείς οι Κρητικοί, είστε πολύ προχωρημένοι.
ΔιαγραφήΛατρεμένο μέρος η λαϊκή, εκεί εξισώνονται όλοι, εκεί ξεχνάς προς στιγμήν τα βάσανά σου, εκεί ακούς τα σχόλια της επικαιρότητας, εκεί ζυγίζεις και ζυγιάζεσαι, και οι πωλητές, ακριβώς όπως το λες, σα να ενορχηστρώνουν τη διάθεσή μας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό το ζυγίζεις και ζυγιάσεσαι, πολύ μ' άρεσε. :)
ΑπάντησηΔιαγραφή