‘Ει ψιτ!
Γεια σου
μπλογκάκι. Κοιμόσουν;
Σε ξέχασα. Ξέχασα και πώς γράφουν. Αν δηλαδή, ήξερα ποτέ. Αλλά να, τώρα είπα να
σου διηγηθώ ένα παραμύθι. Όχι ακριβώς παραμύθι. Θα σου διηγηθώ ένα ταξίδι.
Που λες, φτάσαμε
νύχτα στη Λισαβόνα.
Με το που βρίσκομαι σε νέο τόπο, πριν ακόμα τον κοιτάξω,
τον μυρίζω. Έχω διδαχτεί απ’ το γατί μας μάλλον. Το βλέμμα χρειάζεται πολλές επισκέψεις.
Θέλει εμβάθυνση, υπαναχωρεί, κοιτάζει ξανά και ξανά κι αλλάζει γνώμες. Μια
πείθεται, μια αμφιβάλλει. Η μύτη εξαργυρώνει επί τη εμφανίσει. Η Λισαβόνα
μυρίζει θάλασσα, βερίκοκα, καλοκαίρι, ε και μια σταλιά σκουπίδια. Γιατί έχει ζέστη. Πολλή ζέστη.
Μυρίζει ταξίδι.
"Ώπα!", είπα.
Ταξίδεψα 3 χιλ χιλιόμετρα και βρέθηκα στο σπίτι και στο νησί; Επειδή μάλλον τ΄
αγαπάω το συγκεκριμένο σπίτι και για το νησί ας μην μιλήσω τώρα, αγάπησα την
πόλη. Κεραυνοβόλα.
Μας το ‘παν κι ο
ξενοδόχος κι ο οδηγός του τουκ-τουκ, το επόμενο πρωί: θα τη λατρέψετε τη
Λισαβόνα.
Προφανώς, όλοι το
ίδιο παθαίνουν.
Το πρωί
ξεκινήσαμε περπάτημα. Ανελέητο. Πήραν φωτιά τα χανζαπλαστ. Ο Λεωνίδας να φωτογραφίζει σιντριβάνια, αγάλματα,
πλατείες, τραμ, γκράφιτις, κάθε τοίχο στολισμένο με ajulehos, που τα λέγαμε
μεταξύ μας αντζουλίχος αλλά μάλλον προφέρονται αζουλέζου κι εγώ ν’ αναφωνώ κάθε
τόσο: μα τι ωραία! Τι ωραία!
Ευλογία η
χαζοχαρμοσύνη κι οτιδήποτε στην προκαλεί.