Ζούσε σε μια παιδική ζωγραφιά. Λουλούδια στο μπόι του σπιτιού
με την κόκκινη στέγη και την αιώνια καπνισμένη καμινάδα. Δίπλα, ένα κομμάτι μπλε
που ήταν λέει ρυάκι. Ουρανός βαμμένος με χοντρό γαλάζιο μολύβι κι ένας γελαστός
ήλιος, λίγο φαφούτης. Τα δέντρα δεν άλλαζαν με τις εποχές. Αντί για φύλλα, τα
τύλιγε ένα επίμονο πράσινο σύννεφο.
Δεν ήταν πια παιδί. Παρέμενε ωστόσο αρυτίδιαστος.
Τα χαμόγελα
δεν άφηναν σημάδια στο πρόσωπό του.
Συνέχιζε να φορά σορτσάκι με τιράντες και
τα καρφωτά μαλλιά του δεν θα ασπρίζανε, δεν θα πέφτανε ποτέ.
Στον κόσμο της ζωγραφιάς,
όλοι τον αγαπούσαν. Κι αυτοί οι όλοι ήταν πάνω κάτω αστείες εκδοχές του ίδιου. Σε αγόρι, σε κορίτσι, σε άλλα μεγέθη και χρώματα, μα πάντα αγέραστοι και καλόκαρδοι.
Δεν τη βαριόταν την ευτυχία, μήτε κι αναζητούσε περιπέτειες.
Μόνο, που να, ήταν λίγο περίεργος. Μερικές φορές σκαρφάλωνε στο καφέ βουνό,
αυτό που φαινόταν πίσω από το σπίτι κι αναρωτιόνταν τι να υπήρχε πιο κει. Μα
δεν μπορούσε να δει. Κανείς δεν είχε ζωγραφίσει παραπέρα.
Άρχισε λοιπόν να φαντάζεται.
Αυτό που πρωτοσκέφτηκε ήταν μια επανάληψη του καθημερινού τοπίου.
Αλλά όχι. Δεν θα ήταν σωστό, αλλά βαρετό κι ανεπίτρεπτο στον τέλειο κόσμο του.
Σκεφτόταν, σκεφτόταν, αλλά τίποτα δεν ερχόταν στο μυαλό μου.
Στο τέλος αποκοιμήθηκε.
Ονειρεύτηκε ένα κόσμο χωρίς αδρές πινελιές, χωρίς αχνάρια
δαχτυλομπογιάς. Τα πάντα ήταν σχεδιασμένα με ακρίβεια. Με γωνίες και χαλάσματα.
Τα ξέφτια κρέμονταν. Ανοιχτές πληγές στους τοίχους και στο δέρμα των ανθρώπων.
Κάγκελα ολόγυρα.
Τα κάγκελα άνοιγαν για να φύγουν τρέχοντας τα παιδιά του
τόπου και κλείδωναν για κείνα που ήθελαν να μπουν. Έτσι ο τόπος άδειαζε από ελπίδα.
Αυτοί που μένανε, γερνούσανε και ζάρωναν. Κανείς δεν αγαπούσε τους νέους ούτε
κι εκείνους που επέμεναν να διατηρούν την παιδικότητά τους. Ακόμα κι αυτοί που
λέγανε πως νοιάζονται, είχαν ξεχάσει εδώ και καιρό τον τρόπο της αγάπης.
Είδε μωρά να κρυώνουν σε μια γιορτινή πλατεία. Μακριά από τον τόπο τους
που καιγόταν. Είδε ανθρώπους με ρυτίδες, άσπρα μαλλιά ή καράφλες, άσχημους μέσα
κι έξω, να τα προσπερνάνε με εκείνο το ύφος, που δεν ήξερε πως το λένε αηδία.
Είδε ένα άλλο παιδί , λίγο μεγαλύτερο, κλεισμένο πίσω από
κάγκελα, κουλουριασμένο σ΄ ένα κρεβάτι να πεθαίνει βγάζοντας σε όλους την ασθενική του γλώσσα. Το είχαν πυροβολήσει, το
είχαν βασανίσει. Μετά, το άφησαν να ελπίσει, μόνο και μόνο για να το
κοροϊδέψουν. Οι ίδιοι γερασμένοι άνθρωποι με τα πρόσωπα μάσκες, χλεύαζαν και
πετούσαν βρομιές στο παράθυρό του. Μπάλες από λάσπη που τις έβγαζαν από τις τσέπες
κι από το μέρος όπου θα ΄πρεπε να βρίσκεται η καρδιά τους.
Εκείνο το βγάλσιμο της γλώσσας ήταν το σοβαρότερο έγκλημα στον ξεφτισμένο τόπο.
Ξύπνησε ιδρωμένος και πανικόβλητος. Πήγε στο μπλε ρυάκι να
πλυθεί. Το πρόσωπό του καθρεφτίστηκε στο νερό. Τα καρφωτά μαλλιά του είχαν
ασπρίσει κι από τη μια πλευρά του χαμόγελου είχε κρεμαστεί ένα κομμάτι λάσπη. Έπεσε
στο νερό και το βρώμισε.
πολύ όμορφη ιστορία!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήμια νοσταλγία με έπιασε για τα παιδικά μου χρόνια, που είχαν πολλές… λάσπες!
ακόμα πιο όμορφα τα σκίτσα!
:)
ΑπάντησηΔιαγραφή