“The work of the eyes is done. Go now and do the heart-work on the
images imprisoned within you.”
Rainer Maria Rilke
Πάνω
από το γραφείο του είχε κολλημένο ένα αυτοκόλλητο, 30 επί 18 εκατοστά, η τζιχάντ κρέμεται πάνω από αυτούς που
θέλουν τη ζωή να ακολουθεί κανόνες. Η λέξη ‘τζιχάντ’ του φαινόταν υπερβολικά
αυστηρή, αλλά απέτρεπε τους εισβολείς στο δωμάτιό του και προπάντων τα εκνευριστικά
σχόλια των μεγάλων. Τη λέξη ‘ζωή’ δεν την είχε σκεφτεί και πολύ, ίσα που την
ένιωθε κάπου-κάπου. Τους ‘κανόνες’ πάλι, τους ήξερε καλά από το σχολείο, από
μικρός μάθαινε γιαυτούς στο σπίτι, είχε βαρεθεί να τους ακούει, προπάντων όταν δεν
καταλάβαινε το νόημα, λες κι οι άλλοι, οι μεγάλοι, που τους εφάρμοζαν
διασκέδαζαν περισσότερο.
Όσο
μεγάλωνε ένιωθε όλο και περισσότερο σαν πειρατής που πλιατσικολογούσε τη μέρα. Είχε
στήσει ένα δίκτυο πνευματικής τροφοδοσίας κι ανταλλαγής πληροφοριών με τους φίλους
του, και προσποιούνταν πως ζούσαν σε παράνομες κοινωνίες. Μυστήριο και μαγεία
κάλυπταν τη φαντασιακή ζωή τους. Είχε σχεδιάσει την καβάντζα του προσεκτικά. Ξαπλωμένος μονάχος του τα βράδια έστηνε
τους δικούς του κόσμους ξεδιπλώνοντάς τους στο επέκεινα. Η διάρκεια, ο χρόνος
δεν είχε πολλή σημασία, αρκεί να μη χτυπούσε το ξυπνητήρι. Στα δικά του σύμπαντα
δεν υπήρχαν κυρίαρχες ιδεολογίες και άτεγκτοι εξουσιαστές· οι κακοί πειρατές
αγωνίζονταν κι αυτοί για να επιβιώσουν κι όχι για να επικρατήσουν· οι μικρές
εκτός νόμου κοινωνίες κατοικούσαν αχαρτογράφητα νησιά, απολαμβάνοντας μια ζωή
σύντομη αλλά ευτυχισμένη. Εκεί, ο ίδιος κι οι εκτός νόμου φίλοι του ζούσαν σε remote
πύργους αφοσιωμένοι στην αναμετάδοση της κρίσιμης πληροφορίας και στην εξάπλωση
της γνώσης· όμνυαν σε συλλογικές αποφάσεις και επιδίδονταν σε πράξεις που διάβρωναν
το σύστημα· βρίσκονταν σε συνεχή πόλεμο με όλες τις κυβερνήσεις και εξέδιδαν
μανιφέστα γιαυτούς που δεν υπήρξαν ποτέ. Ουτοπίες. Παιχνίδια στρατηγικής και
φαντασίας, που εύκολα έσβησαν μέσα στους σπασμούς του κοινωνικού αυταρχισμού. Μεγάλωσε
με τη μούρη του μέσα στην τεχνολογία, ξεδιψώντας με σταγόνες ευτυχίας,
συγκεκριμένης διάρκειας κι ευτελούς σημασίας. Κάθε τόσο απογοητευόταν και
δεν ήξερε τι να κάνει για να
(επανα)κατακτήσει τη χαρά της καθημερινότητάς του ή να καταπολεμήσει την ανία -
βαριόταν συχνά. Οι λύσεις που του προσφέρονταν, ικανοποιήσεις μικρού βεληνεκούς
κι οι πραγματικότητές τους έπαψαν να αποτελούν νησίδες ασφαλείας. Δεν υπήρχε
λόγος πλέον να τις μοιραστεί. Κι όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με τον κρατικό
εφιάλτη στάθηκε ανήμπορος να αναζητήσει τα όπλα του. Οι ομάδες κρούσης του έφτασαν
μέχρις ένα γήπεδο για 5Χ5. Ο μεσαίωνας δεν ήταν πλέον μια απόμακρη λέξη, καμιά
φορά την άγγιζε στις ειδήσεις ή σε καμιά μαύρη ιστορία κόμικς, όταν του’πεφτε
στα χέρια. Η τεχνολογία δεν έμεινε στα χέρια των χάκερς και τεχνοαυτόνομων, ο
κρατισμός και τα κέντρα εξουσίας τούς πρόλαβαν, το αντι-δίκτυο δεν οργανώθηκε
ποτέ.
Είσαι
μόνο 16 ετών. Αδιαφορείς για το παρελθόν, σου έχουν στερήσει το μέλλον,
δυσκολεύεσαι πια να ονειρευτείς ένα δικαιότερο μέλλον, ούτε έτυχες να
νοσταλγήσεις ένα ευτυχέστερο παρελθόν. Επανεκκινείς τον εσωτερικό σου μηχανισμό,
επαναπροσδιορίζεσαι στην προσπάθειά σου να συλλάβεις το raison d’être σου· για να αναλυθείς ή να
συγκεντρωθείς· για να αναλωθείς ή να ξεφύγεις. Το ίδιο ζόρικα και αναπόφευκτα. Επαναστατείς
για να επαναστατήσεις. Είσαι μόνο 16 ετών. Κι η μόνη σου λύση, να κρυφτείς, δεν
παίζει πια. Ο μεγάλος αδερφός είναι ήδη εδώ.
Κι όταν
ο έρωτας κατέφθασε, απρόσκλητος και μπουσουλώντας, όπως συνήθως, τον βρήκε
ευάλωτο κι απροετοίμαστο. Σαν μαγικός μανδύας τον τύλιξε και τον εξαφάνισε από
προσώπου γης και καφενείου. Τον έκανε να θέλει να ζήσει σε αυτόν τον κόσμο και
όχι μέσα σε ένα δονκιχωτικό φαντασιοκόπημα. Να ξοδεύει τη ζωή του, ζώντας και
όχι απλά επιβιώνοντας. Η ίδια του η ζωή είχε καταντήσει ουτοπική, με την έννοια
που του επέβαλε η εντατικοποίησή της. Αποχαυνωμένο τον ρουφούσε ολόκληρο, χωρίς
να προλαβαίνει να του εξηγηθεί. Και τότε τα στρατηγικά σχέδια και οι παρανομίες
έσβηναν ως εναλλακτική της μέρας, έμεναν στην άκρη, φάνταζαν παιδικά και
φαιδρά. Ζούσε την ψυχολογία του χωρίς να
ξέρει ότι εντρυφούσε στην αρχαιότερη των πολεμικών τεχνών, σε αυτήν της
εξαφάνισης. Η στιγμή δεν είχε ποτέ την ίδια βαρύτητα, κι όσο πιο ανάλαφρη
γινόταν, τόσο παρέμενε αιωρούμενη με κίνδυνο να χαθεί στο παραμικρό φύσημα της πραγματικότητας·
κι αυτός, μόνος του, δεν ήξερε πως να καταπιαστεί με τη μόνη επαναστατική δύναμη
κατά του κατεστημένου, την ποιητική πράξη του ερωτισμού.
*φωτο από το Λονδίνο το 2012 όταν το επισκέφτηκε η Λ., φίλη που δεν είναι μαζί μας πια