Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2016

Να σου φέρω κάτι να φας;


Επετειακό τραπέζι· η σούπα μπορς σε ετοιμότητα, ένα λαμπερό μαζέντα μέσα στην πορσελάνινη σουπιέρα με τα λιλιπούτεια μωβ και άσπρα λουλουδάκια, σαν αυτά που φυτρώνουν την παγωμένη άνοιξη στις πεδιάδες του βορά, σαν αυτά που δεν ξέρεις το όνομά τους αλλά είσαι σίγουρος ότι τα ξέρεις από πάντα. Πάνω στον εβένινο μπουφέ γυρτό το σαμοβάρι, έτοιμο να βουτήξει λαίμαργα το μερδικό του· από τότε που πρωτόρθε σε αυτό το σπίτι κάθε φορά που οσφραίνεται τις γνώριμες μυρωδιές αποκτά μια κλίση.
    - Νάτα και τα πιροσκί…
Τίποτε δεν συγκρίνεται με την ηδονική προσμονή τους. Υπέροχα αφράτα ροδοκόκκινα, δεν υπολείπονται της φήμης τους, ανώτερα από τις περιγραφές, και δικαιότατα ηγούνται της διαδικασίας του γιορτινού τραπεζιού.
    - Δοκίμασε και τη ρώσικη σαλάτα της γιαγιάς, δεν τη φτιάχνει με μαγιονέζα βέβαια, από που κι ως που ρώσικη η μαγιονέζα
Ακολουθεί το κοκκινιστό, μυρωδάτο και ζεστό, ένα μέλωμα για τον ουρανίσκο, ένα λυρισμός για το στομάχι.
    - Να σου βάλω λίγο ακόμη; Πάρε λίγο ακόμη, μη ντρέπεσαι.
Όταν σε είδε ξαπλωμένη στο ανήλιαγο δωμάτιο με το χλωμό μεταλλικό φως είπε μέσα της: τώρα είσαι το δικό μου παιδί. Και την αγκάλιασε με την ίδια τρυφερότητα εκείνης της μπουκιάς που χάιδευε τον ουρανίσκο, με τη ζεστασιά του φρεσκομαγειρεμένου κοκκινιστού, με την αγάπη της ζύμης που αγκαλιάζει το λαχταριστό κιμά.
Μα πώς είναι δυνατόν να μη θέλεις να δεις την ομορφιά; μα πώς είναι δυνατόν να κρύβεις τα βαθυγάλαζα μάτια πίσω από τα γυαλιά με τους χοντρούς φακούς; Τα γυαλιά έσπασαν, αλλά τα θέλεις για να κρύβεις τη ντροπή, που δεν μπορείς πια να φας μόνη σου...
    - Κάτσε να σου φτιάξω κάτι να φας.

    - Μαμά, πρέπει να φας λίγο ακόμη. Μαμά...Μια κουταλίτσα ακόμη - για μένα…
Μα είναι δυνατόν να μη θέλεις να την αγκαλιάσεις;
Σβήσε τις εικόνες που καρφώνονται βαθιά μέσα στο κεφάλι. Αντάλλαξέ τες με οσμές, που είναι αθάνατες.

Τώρα τη βλέπω να σε ταϊζει. Πηγαίνεις ακόμη εκεί; Σε τυραννούν ακόμη εκείνες οι εικόνες; Με βλέπεις να μεγαλώνω, σε βλέπω να μεγα-λ(ι)ώνεις. Έλα ησύχασε λίγο. Μυρίζει κολώνια μυρτώ-που-δεν-ξέρω-πως-την-ονόμασαν-τώρα-πια. Μυρίζει σούπα, μόνο που δεν-ξέρω-πως-την-ονόμασαν-πια-τη σούπα-μπορς. Κάθε φορά μυρίζει αυτό που θέλεις να σε κάνει να νιώθεις ασφαλής.

Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2016

And the Oscar goes to Oscar

Να λοιπόν που ο παλιός ο χρόνος έφυγε τρεχάτος παρά τα γεροντάματά του και το 2016 κατέφθασε μεν, αλλά κρύβεται κάτω από το τραπέζι, όπως τα φοβικά μωρά. Και πώς να μην φοβάται το βρέφος, όταν ο προηγούμενος χρόνος θα μπορούσε να ονομαστεί και χρονιά των αναιρεθέντων νηπίων.
Αναπολώντας τη χρονιά που πέρασε, δεν βρίσκω άλλη εικόνα να την έχει σημαδέψει περισσότερο από εκείνη του Αλιάν.

Δεν είναι και πολύ αισιόδοξα όλα αυτά και δεν είναι ωραίο να κάνεις ποδαρικό προμηνύοντας δεινά –άσε που είναι και ευκολάκι, αλλά η ατμόσφαιρα, όχι μόνο στην κατεστραμμένη Ελλάδα αλλά στον κόσμο όλο, είναι δύσοσμη.
Τοπικοί πόλεμοι που βαίνουν όλο και πιο ανεξέλεγκτοι, φανατικοί εξ ανατολών, αναδυόμενοι φασίστες εκ δυσμών, οικονομική και πολιτική κρίση,  ηλίθιοι παντού παρασύρουν και τους έξυπνους σε βλακώδεις αντιδράσεις, μούδιασμα των λαών που αδυνατούν να πάρουν τη μοίρα στα χέρια τους ή καταστέλλονται αγρίως και καταλήγουν να επιλέγουν μοιραίους κι άβουλους εκπροσώπους, κατάρρευση των χρηματιστηρίων. 
Όλα θυμίζουν τόσο μα τόσο πολύ συνθήκες παλαιότερων παραμονών πολέμου. Για να μην αναφέρουμε τις τραγικές προβλέψεις των περιβαλλοντολόγων.

Μοιάζει πως και να θέλαμε και να ξέραμε πώς, δεν έχουμε χρόνο πια να τ' αλλάξουμε. Ό,τι απομένει, λέω, είναι να το ρίξουμε στην αγάπη. Όπου και όπως τη βρούμε και για όσο προλαβαίνουμε. Αν δεν μπορούμε να σώσουμε τον κόσμο, ας σώσουμε ένα χαμόγελο ψυχικής ηρεμίας. Έτσι κι αλλιώς, η αγάπη είναι το αντίθετο του φασιμού, το αντίδοτο σε κάθε φανατισμό, σε κάθε βεβαιότητα. Οι αισιόδοξοι ας δούνε την κλεψύδρα μισογεμάτη. Όπως και να τη δούμε όμως, το σίγουρο είναι ότι αδειάζει. Γι αυτό και σε πείσμα των καιρών, ψηφίζω –κι ας μην μου το έχει ζητήσει κανείς- αυτή τη φωτογραφία ως ελπίδα και όχι ως εικόνα της εποχής.

Είναι ο Oscar Camps, Ισπανός ναυαγοσώστης που ήρθε στη Λέσβο να βοηθήσει. Όπως και όλοι οι ήρωες του περασμένου χρόνου, δεν επαίρεται αλλά ντρέπεται για λογαριασμό της ανθρωπότητας και λυπάται που έκανε λιγότερα από όσα θα ήθελε.

Επίσης, είναι κούκλος κι αντί να ναρκισσεύεται, αγωνίζεται να σώσει ό,τι έχει απομείνει να σωθεί, άσε που το όνομα από μόνο του θυμίζει βραβείο.  Ο άνθρωπος έχει κάνει υπερβάσεις ισοϋψείς του Έβερεστ και πάλι νοιώθει λίγος. Έχει υπερβεί το "αγάπα τον πλησίον σου" στο οποίο -δεν ξέρω για σας- εγώ ακόμα ζορίζομαι, οπότε ας γίνει αυτός το πρότυπο, η υπόσχεση, το κεράκι της νέας χρονιάς. Ας γίνει η νέα χρονιά όμορφη εντός κι εκτός σαν τον Oscar και με παρόμοια επίγνωση της ανεπάρκειάς της.