Επετειακό
τραπέζι· η σούπα
μπορς σε ετοιμότητα, ένα λαμπερό μαζέντα
μέσα στην πορσελάνινη σουπιέρα με τα
λιλιπούτεια μωβ και άσπρα λουλουδάκια,
σαν αυτά που φυτρώνουν την παγωμένη
άνοιξη στις πεδιάδες του βορά, σαν αυτά
που δεν ξέρεις το όνομά τους αλλά είσαι
σίγουρος ότι τα ξέρεις από πάντα. Πάνω
στον εβένινο μπουφέ γυρτό το σαμοβάρι,
έτοιμο να βουτήξει λαίμαργα το μερδικό
του· από τότε που
πρωτόρθε σε αυτό το σπίτι κάθε φορά που
οσφραίνεται τις γνώριμες μυρωδιές
αποκτά μια κλίση.
-
Νάτα και τα πιροσκί…
- Δοκίμασε και
τη ρώσικη σαλάτα της γιαγιάς, δεν τη
φτιάχνει με μαγιονέζα βέβαια, από που
κι ως που ρώσικη η μαγιονέζα…
- Να σου βάλω λίγο ακόμη; Πάρε λίγο ακόμη,
μη ντρέπεσαι.
Όταν σε είδε
ξαπλωμένη στο ανήλιαγο δωμάτιο με το
χλωμό μεταλλικό φως είπε μέσα της: τώρα
είσαι το δικό μου παιδί. Και την αγκάλιασε
με την ίδια τρυφερότητα εκείνης της
μπουκιάς που χάιδευε τον ουρανίσκο, με
τη ζεστασιά του φρεσκομαγειρεμένου
κοκκινιστού, με την αγάπη της ζύμης που
αγκαλιάζει το λαχταριστό κιμά.
Μα πώς είναι
δυνατόν να μη θέλεις να δεις την ομορφιά;
μα πώς είναι δυνατόν να κρύβεις τα
βαθυγάλαζα μάτια πίσω από τα γυαλιά με
τους χοντρούς φακούς; Τα γυαλιά έσπασαν,
αλλά τα θέλεις για να κρύβεις τη ντροπή,
που δεν μπορείς πια να φας μόνη σου...
-
Κάτσε να σου φτιάξω
κάτι να φας.
-
Μαμά, πρέπει να φας λίγο ακόμη. Μαμά...Μια
κουταλίτσα ακόμη - για μένα…
Μα είναι δυνατόν
να μη θέλεις να την αγκαλιάσεις;
Σβήσε τις εικόνες
που καρφώνονται βαθιά μέσα στο κεφάλι.
Αντάλλαξέ τες με οσμές, που είναι
αθάνατες.
Τώρα τη βλέπω
να σε ταϊζει. Πηγαίνεις ακόμη εκεί; Σε
τυραννούν ακόμη εκείνες οι εικόνες; Με
βλέπεις να μεγαλώνω, σε βλέπω να
μεγα-λ(ι)ώνεις. Έλα ησύχασε λίγο. Μυρίζει
κολώνια μυρτώ-που-δεν-ξέρω-πως-την-ονόμασαν-τώρα-πια.
Μυρίζει σούπα, μόνο που
δεν-ξέρω-πως-την-ονόμασαν-πια-τη
σούπα-μπορς. Κάθε φορά μυρίζει
αυτό που θέλεις να σε κάνει να νιώθεις
ασφαλής.