η
πανσέληνος του Αυγούστου με βρήκε στην
Αθήνα, ήξερα ότι αυτό δεν είναι καλό
σημάδι για τις διακοπές, αλλά δεν
ανησύχησα - εξαρχής,
25
μπάνια - λίγα και με προσοχή, 4 παγωτά -
λίγα και με γάλα ντόπιο, απλά πράγματα
φέτος, φρόντισα τα ζωντανά και τ’άψυχα
- τα δεύτερα για να με κρατήσουν να τα
καταφέρω με τα πρώτα,
κολύμπησα κοντά στην ακτή, με μάσκα πάντα, απέφυγα τις τσούχτρες-πλην μιας-δυο, των τελευταίων ημερών όταν παραμένεις μέσα στο νερό λιγάκι παραπάνω μπας και το χορτάσεις, ιδρύθηκε δίκτυο πληροφοριών κι εκπέμπαμε δελτίο τσούχτρας καθημερινά, μέγιστη η ανθρώπινη αλληλεγγύη μπροστά στα μπάνια του λαού,
γνώρισα όμως πολλά ψαράκια, του βυθού και του αφρού, σαρώνοντας τη θάλασσα, με μια μάσκα βίντατζ, χάρισμα, από τότε που πηγαίναμε Πάτμο, της χαμένης - πια – φίλης Λ.,
![]() | ![]() |
![]() | ![]() |
έμαθα
τα ονόματα των παλιών ιστιοφόρων, αυτών
που χτίζονταν με κόπο και μεράκι στα
καρνάγια της θαλασσοπολιτείας, κι αυτών
που όργωναν τις θάλασσες και τους
ωκεανούς, σπέρνοντας καημούς και
λαχτάρες, κουβαλώντας σμύρνα, λιβάνι
και χρυσό, στο τέλος κατόρθωσα να τα
ξεχωρίζω, σκούνα, μπάρκο, γολέτα,
λόβερ...τα επαναλάμβανα κάθε βράδυ αντί
να μετράω τ'αστέρια,

περιπλανήθηκα τα πρωινά μέσα στις βουκαμβίλιες και στα καλντρίμια, χάθηκα τα βράδια μέσα στις καλές μουσικές, ξενύχτισσες κι αυτές,
περιπλανήθηκα τα πρωινά μέσα στις βουκαμβίλιες και στα καλντρίμια, χάθηκα τα βράδια μέσα στις καλές μουσικές, ξενύχτισσες κι αυτές,
είμαι
έτοιμη πια, φόρεσα και τη ζακετούλα
(οι υποβρύχιες φωτό είναι μερικές μόνο από τις φωτογραφίες που έβγαλε φέτος στο βυθό της Τήνου ο Λεωνίδας)