Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα καλοκαίρι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα καλοκαίρι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου 2017

απολογισμοί και ριστάρτ

η πανσέληνος του Αυγούστου με βρήκε στην Αθήνα, ήξερα ότι αυτό δεν είναι καλό σημάδι για τις διακοπές, αλλά δεν ανησύχησα - εξαρχής,

25 μπάνια - λίγα και με προσοχή, 4 παγωτά - λίγα και με γάλα ντόπιο, απλά πράγματα φέτος, φρόντισα τα ζωντανά και τ’άψυχα - τα δεύτερα για να με κρατήσουν να τα καταφέρω με τα πρώτα,

κολύμπησα κοντά στην ακτή, με μάσκα πάντα, απέφυγα τις τσούχτρες-πλην μιας-δυο, των τελευταίων ημερών όταν παραμένεις μέσα στο νερό λιγάκι παραπάνω μπας και το χορτάσεις, ιδρύθηκε δίκτυο πληροφοριών κι εκπέμπαμε δελτίο τσούχτρας καθημερινά, μέγιστη η ανθρώπινη αλληλεγγύη μπροστά στα μπάνια του λαού,

γνώρισα όμως πολλά ψαράκια, του βυθού και του αφρού, σαρώνοντας τη θάλασσα, με μια μάσκα βίντατζ, χάρισμα, από τότε που πηγαίναμε Πάτμο, της χαμένης - πια – φίλης Λ.,
κι από μακριά, μιας κι ο καιρός δεν ευόδωσε κι οι συγκυρίες δεν έστερξαν, απόλαυσα - κατ’επανάληψη και καθ’έξη - τον κόσμο του βυθού όπως υπέροχα τον αποκαλύπτει ο Λεωνίδας, 

στενοχωρήθηκα που φερόμαστε στη θάλασσα και στη ζωή της τόσο ασυνείδητα και βέβηλα και βάναυσα και..., και όχι ρε φίλε, η γόπα δεν λιώνει στη θάλασσα, ούτε την τρώνε τα ψάρια, μύθοι των ηττημένων που έμειναν στα χωριά είναι αυτοί,


έμαθα τα ονόματα των παλιών ιστιοφόρων, αυτών που χτίζονταν με κόπο και μεράκι στα καρνάγια της θαλασσοπολιτείας, κι αυτών που όργωναν τις θάλασσες και τους ωκεανούς, σπέρνοντας καημούς και λαχτάρες, κουβαλώντας σμύρνα, λιβάνι και χρυσό, στο τέλος κατόρθωσα να τα ξεχωρίζω, σκούνα, μπάρκο, γολέτα, λόβερ...τα επαναλάμβανα κάθε βράδυ αντί να μετράω τ'αστέρια,


περιπλανήθηκα τα πρωινά μέσα στις βουκαμβίλιες και στα καλντρίμια, χάθηκα τα βράδια μέσα στις καλές μουσικές, ξενύχτισσες κι αυτές,


κεραστήκαμε βασιλικές ρακές και ψάρια, φίλοι γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι κάποιο δειλινό στην παιδική ακρογιαλιά, ανεκτίμητο Τάκη μου, κι ας τους να λένε για τα μεγαλύτερα ψέματα που λέγονται μετά το ψάρεμα, εκείνο το βράδυ ήμασταν η ζωντανή απόδειξη του αντίθετου,
είμαι έτοιμη πια, φόρεσα και τη ζακετούλα












(οι υποβρύχιες φωτό είναι μερικές μόνο από τις φωτογραφίες που έβγαλε φέτος στο βυθό της Τήνου ο Λεωνίδας)

Δευτέρα 29 Αυγούστου 2016

H εποχή του Confiteor

Αποφεύγοντας να μιλήσω για το νησί που άφησα πίσω, το πόσο λάθος είναι να φεύγεις από την ομορφιά, ας βυθιστώ σε μια ευτυχία που είναι ακόμα παρούσα.
Ε, ναι, θα πω για βιβλία.

Ήταν μια εξαιρετική αναγνωστική χρονιά η φετινή. Ξεχωρίζω τα καλοκαιρινά.
Τα δύο βιβλιαράκια του Ντε Λούκα για αρχή. Δυσκολεύομαι να διαλέξω ανάμεσα στο «βάρος της πεταλούδας» και στα «ψάρια δεν κλείνουν τα μάτια». Ίσως η πεταλούδα να μου άρεσε περισσότερο γιατί διαβάστηκε πρώτη.  Έτσι κι αλλιώς οι δύο ιστοριούλες συνδέονται.  Έρχονται από το ίδιο σύμπαν κοιταγμένο σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, από άλλα πλάσματα. Μερικά από τα πλάσματα είναι άνθρωποι.Τα υπόλοιπα όμως, ίσως και να 'ναι καλύτερα απ' τους ανθρώπους.
Συγκλονίστηκα στη συνέχεια από τον Χρήστο Οικονόμου. «Το καλό θα ‘ρθει απ’ τη θάλασσα» μου άρεσε πολύ περισσότερο από το επίσης καλό «κάτι θα γίνει θα δεις». Ο Οικονόμου διανύει σταδιακά κι απολαυστικά τη διαδρομή ανάμεσα στο διήγημα  και το ώριμο μυθιστόρημα, χωρίς ακόμα να καταλήγει στο τελευταίο. Αλλά τι να λέμε. Αν πιάνεις στα  χέρια ένα βιβλίο που κοιτάει στα ίσα τη σημερινή Ελλάδα, τις αιτίες της κατρακύλας, τους ανθρώπους και το καλό που μπορεί εντέλει και να ‘ρθει, που μιλάει όχι μόνο χωρίς τους συνηθισμένους αποκρουστικούς διδύμους του κυνισμού και του διδακτισμού, όμως έξω από τα δόντια, δαγκώνοντας σε και δεν μπορείς να αφήσεις το διάβασμα παρά τον πόνο που σου προκαλεί, ε, τότε ξέρεις πως ο συγγραφέας είναι σπάνιο ταλέντο. 

Ανάμεσα στα παραπάνω, διάβασα και μερικά άτυχα βιβλία. Πολύ χλωμά τα κακόμοιρα δίπλα στα διαμάντια. Κάποια τα άφησα στη μέση μπας και τα/με πετύχω σε ευνοϊκότερη στιγμή.
Και μετά έπεσε στα χέρια μου το μυθιστόρημα που γράφεται για να χαρακτηρίσει όχι μόνο τη χρονιά, μα μια μακριά αναγνωστική περίοδο.

Παρασκευή 22 Ιουλίου 2016

Αντίστροφα


Υπάρχει, ίσως για μερικούς παράξενους μόνο, ένα σταθερό σημείο αναφοράς. Το κέντρο του προσωπικού μας κύκλου, στο οποίο επανερχόμαστε σαν πυξίδες  που συνέρχονται από κώμα.
 Ό,τι  να ‘χει μεσολαβήσει, το κέντρο παραμένει σταθερό.

(Κατά καιρούς εφευρίσκω άλλα κέντρα. Με τον καιρό ξεθωριάζουν, καταρρέουν, μετακινούνται.)

Το δικό μου αμετακίνητο κέντρο είναι το νησί.
Κάθε χρόνο, τέτοια εποχή, μετράω ανάποδα  τις μέρες στην αρχή, τις ώρες στη συνέχεια, ως τη στιγμή της εκτόξευσης.

Το νησί δεν είναι μια Ιθάκη. Είναι από μόνο του ταξίδι που βαστάει χρόνια. Δεν είναι τα παιδικά μου χρόνια, μια και δεν τα πέρασα εκεί. 
Αλλά ποιος τα χρειάζεται;  
Παιδικά χρόνια φτιάχνω κάθε χρόνο.

Βουτάω με απόλαυση στην ετήσια προσμονή και στην ευγνωμοσύνη της άφιξης. 

Είμαι, μόλις κατέβω απ’ το καράβι. Τόσο πολύ, μόνο εκεί.

Η πυκνότητα του αέρα, οι μυρωδιές, οι αχνοί των ξερόχορτων. Τα χρώματα που τα θαμπώνουν τα μελτέμια και που λίγο καθαρίζουν –ίσα να τα δεις να στερεοποιούνται και να προλάβεις να τα κλειδώσεις στο νου. Ουτοπικές αναμνήσεις- δεν έχω ιδέα εντέλει, τι ακριβώς κάνει αυτό το κέντρο σημαντικό σε σχέση με οποιαδήποτε άλλο και συγχρόνως μπορώ ν’ απαριθμήσω έναν προς ένα, δεκάδες λόγους κι άλλους τόσους καινούργιους που ανακαλύπτω κάθε χρόνο, καθώς το ξαναερωτεύομαι.

Όπου κάθε φορά, αναρωτιέμαι. Για πόσο ακόμα θα μου αποκαλύπτεται; Πόσες απρόσιτες γεννήσεις κρύβει ακόμα κι αν είναι ανεξάντλητος αυτός ο έρωτας ή είναι κάτι που περισσότερο έχει να κάνει με τη δική μου λαχτάρα να επανεκκινώ, ν’ αναζητώ, να εφευρίσκω, να γιορτάζω και φεύγοντας, να ‘μαι πάντα χορτάτη μα κι αενάως διψασμένη. Αλλά να είμαι. Τόσο πολύ, τόσο σαφώς.


Οχτώ, εφτά, έξι, πέντε και πάει λέγοντας.


Οι φωτογραφίες είναι του Λεωνίδα

Σχετικά ποστ:

Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2015

Μες τα θερινά τα σινεμά

Για μας τους προσώρας τυχερούς, το καλοκαίρι αρχίζει και τελειώνει με (μια βουτιά και) μια ταινία σε θερινό. Φέτος, τόσο η πρώτη, όσο και η τελευταία σινεφίλ έξοδος στέφθηκαν με επιτυχία.  Όλως τυχαίως, η πρώτη και η τελευταία, ήταν και οι πιο ενδιαφέρουσες ταινίες που είδα το φετινό καλοκαίρι.
Και τα δύο έργα ήταν αποτέλεσμα ταλέντου και μερακιού και όχι προϊόντα της βαριάς κινηματογραφικής βιομηχανίας.  Πράγμα που σημαίνει πως τα εφέ και τα λεφτά έχουν αντικατασταθεί εδώ από έμπνευση και πολυδιάστατη προσέγγιση.

Και τα δύο καταπιάνονται με μειοψηφίες, με περιθωριακές ομάδες και είναι ταυτόχρονα αληθινά, αστεία και συγκινητικά. Εδώ που τα λέμε, αυτός είναι κι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να σε κατακτήσει ένα έργο. Πιθανότατα, τα έχετε ήδη δει, αν όχι όμως, αναζητείστε τα. Μιλάω για το Pride και την οικογένεια Μπελιέ.


Κυριακή 30 Αυγούστου 2015

Νησιά


Κάθε πρωί στο μπαλκόνι, μετράω νησιά.
Τα απαγγέλλω σαν προσευχή.
Νάξος, Μύκονος, Πάρος, Δήλος, Ρήνια, Σέριφος, Σύρος, Σίφνος.
Μερικά κρύβονται με τον καιρό κι η προσευχή μικραίνει.
Νάξος, Μύκονος, Δήλος, Ρήνια, Σύρος.
Ή μόνο Δήλος.
Με την ομίχλη χάνεται κι αυτή.
Άδηλος.
Θέλω να μείνω εδώ.
Ακόμα κι αν αναπνέω το σύννεφο.
Αυτό να γίνει το σπίτι μου.
Σκέφτομαι μετά, πως αν συνηθίσεις την ομορφιά, μπορεί και να τη χάσεις. Γιατί θα πάψεις να τη βλέπεις.
Μπορεί να μετακομίσει η παροδική ομίχλη στο μυαλό. Να γίνει μόνιμη.
Οπότε φεύγω.


Κι  αν είμαι ακόμα τυχερή, θα επιστρέψω με περισσότερη λαχτάρα και πιο δυνατή όραση.

Τετάρτη 27 Αυγούστου 2014

Διά-χυσις

Ο ήλιος είναι χίλιες ακτίνες στην κοιλιά σου
Όλα τ'άλλα είναι τίποτα
P.Picasso
Ήταν ένα καλοκαίρι παράξενο. Για αυτούς που ίσως να υπήρξαν. Για όλους μας.
Οι μακρινοί ορίζοντες που έσβησαν στην πύρινη αχλή. Οι συννεφιές που δεν ευδοκίμησαν. Οι χυμοί που στέγνωσαν όταν φύσηξε ο λίβας. Τα βότσαλα που ξεθώριασαν χωρίς το χρειαζούμενο αλάτι. Τα αλογάκια της Παναγίας σκαρφαλωμένα το ένα πάνω στο άλλο να στήνουν πύργους αθανασίας. Η στριγγιά φωνή μιας κουρούνας. Οι νωτισμένες από ιδρώτα πευκοβελόνες, στρώματα εφήμερα. Τα λάγνα μάτια των εφήβων που σε διέτρεξαν και σε προσπέρασαν. Το μελαψό δέρμα των νεαρών κρεολών. Τα σαρκοβόρα χείλη ατίθασων θηλυκών. Τα λυγισμένα γόνατα που σκόρπισαν στο πρώτο φως της μέρας. Οι φλόγες που δεν άναψαν. Οι κραυγές που δεν εισακούστηκαν. Τα βαγόνια που δεν έφτασαν. Χρονοκαθυστέρηση. Μη μετρήσιμη για τα ανθρώπινα βαλάντια.
Οι σκέψεις στο σώμα. Οι ρώγες που ανατρίχιασαν. Το τρέμουλο κάτω από τη γλώσσα. Το τάγγισμα στο στόμα όταν πρωτόδε το λακκάκι στην κοιλιά της. Κατέφθασε ντυμένη όπως πάντα στα κόκκινα μέσα στο μαβί σκοτάδι. Μ' ένα καϊσί στο χέρι. Η ηλιαχτίδα που πέρασε απ'την τρύπα που έσκαβε το σαράκι έναν ολόκληρο χειμώνα. Τα χέρια που σε λεηλάτησαν χωρίς να σε αγγίξουν πήραν τη σκυτάλη από αυτά που σε αγγίζουν χωρίς να σε ξεδιψούν. Οι αποθυμιές πάνω στην καυτή άσφαλτο, εκεί δα πριν το χωματόδρομο, όταν κοντοστάθηκε. Ξεσκισμένες σκέψεις που θάφτηκαν στο ξεραμένο χώμα. Χέρια πλεγμένα σε ικεσία. Μη φύγεις. Ας φύγουμε. Σκυμμένος πάνω από το στήθος της έμοιαζε με ήρωα χωρίς ανασαιμιά. Μια χάρτινη φιγούρα που ο λαϊκός ζωγράφος είχε παρατήσει στην άκρη μέχρι την ξαναβρεί το χινόπωρο. Τότε θα κατέβαινε στην πόλη για να αγοράσει καινούργια χρώματα. Έπρεπε να κάνει λίγη υπομονή ακόμη. Η ανυπομονησία του έρωτα είχε για άλλη μια φορά ηττηθεί, κατά κράτος. Αν μπορούσε να περιμένει λίγο ακόμη. Το μπόλι της αμαρτίας που δεν βάσταξε. Βαρέθηκε να περιμένει τον πόθο, κι εξατμίστηκε.

Ένα καλοκαίρι όπως συνήθως. Από πάντα.



*Copyright © 2014 Musée Rodin EXPOSITION MAPPLETHORPE RODIN DU 8 AVRIL AU 21 SEPTEMBRE 2014

Δευτέρα 25 Αυγούστου 2014

Tης Αγίας Σαχλαμάρας

Βγαίνοντας απ' τη γαλάζια σπηλιά. Φωτογραφία του Λεωνίδα
Αυτό ήταν ένα καλοκαίρι γεμάτο νεκρούς. Από την από κει, από την από δω μεριά, από παντού. Λες κι έχει σημασία η πλευρά. Λες κι έχουν όχθη οι νεκροί. Αφού αυτοί δεν χρειάζονται ταυτότητες, δεν θα ‘πρεπε κι εμείς να τις αναζητάμε. Δεν θα έπρεπε να το σκεφτούμε για το αν θα στενοχωρηθούμε ή θ’ αδιαφορήσουμε. Κάποιοι το καταφέρνουν. Εγώ δεν μπορώ. Αυτό κάνει η χρόνια ασκούμενη βία όταν σέρνεται χωρίς να την πατάς. Σε γαριάζει στη λάσπη του μίσους κι άντε μετά να την ξεπλύνεις απ’τους πόρους. Κάθε μέρα, νέοι στόχοι μίσους. Σήμερα μισούμε τους κόκκινους, αύριο τους ροζ. Αντιδρούμε σαν ρομπότ. Αντιμισώντας. Κάτι είναι τελείως λάθος. Μισώντας κι αντιμισώντας κολυμπάμε στον ίδιο βούρκο με ότι απεχθανόμαστε. Θα ‘ πρεπε να βρούμε δρόμους να μας ενώνουν. Δεν μπορεί να είναι τόσο δύσκολο. Απλώς, δεν θα μας το πουν απ’ τα κανάλια.

Τετάρτη 20 Αυγούστου 2014

Κάθε φορά που χάνομαι - Καρτ Ποστάλ στους φίλους

Eπιστρέφοντας βρήκα πολλές κάρτες να περιμένουν να διαβαστούν στο ψηφιακό κουτί της αλληλογραφίας, κάρτες που δεν ήταν ακριβώς δικές μου, αλλά που οι φίλοι μου μοιράστηκαν και μαζί μου. Μα τον τουτάτη, δεν περίμενα μέσα στο κατακαλόκαιρο να συναντήσω τόσες και τόσες εσωτερικές αναμοχλεύσεις και φιλοσοφημένες ενδοσκοπήσεις μαζεμένες.
Φυσικά το καλοκαίρι μου διόλου δεν έμοιαζε με το 'καλοκαίρι πρίμα-βίστα' που περιγράφει η passionflower. Αυτή τη φορά θέλησα να χαθώ, σπαταλώντας το χρόνο, με το 'μυαλό άδειο από σχέδια', που λέει κι η lemon, μπας και να βρω τον εαυτό μου όπως διδάσκουν άνθρωποι πιο σοφοί από εμένα, απέτυχα όμως, όπως συνήθως συμβαίνει όταν ασχολείσαι με παραπάνω από ένα πράγματα ταυτόχρονα. 
Δεν είχα να αποφασίσω ποιο δρόμο να τραβήξω και να χαθώ, αυτόν του ολόγιομου φεγγαριού, αυτόν που απαλύνει τις ανθρώπινες ατέλειες, που αποζητά ο βιβλιοθηκάριος και φωτογραφίζει ο τσαλαπετεινός, ή αυτόν του λαμπρού ήλιου, που τσουρουφλάει θύμησες και αποθυμιές. Δεν είχα να λογοδοτήσω ή να απολογηθώ και σε κανέναν, όπως ενδόμυχα αποστρέφοταν όταν έγραφε ο silent. Δεν είχα κάποιον να συμπονέσω, όπως η ποδηλάτισσα, ούτε αναζήτησα κανέναν στο τέλος της διαδρομής, όπως η μπανάνα. 

Τετάρτη 13 Αυγούστου 2014

Η ευτυχία και πώς να την αποφύγετε (καρτ-ποστάλ στην KidsCloud)

Happiness in colors, Piet Pedersen
Ξαδεφούλα μου, αγαπημένη,

Την έλαβα την κάρτα,
Σ’ ευχαριστώ πολύ-πολύ. Πριν ακόμα δω τη δική σου, είχα ξεκινήσει, μία να σου στείλω. Μα δεν μ’ άρεσε. Μάντεψε όμως, τι θέμα είχε! Ναι, για την ευτυχία έλεγα κι εγώ. Μετά, διαπίστωσα πως εσύ τα έλεγες πολύ καλύτερα, ξαναδιάβασα όσα έγραφα κι αποφάσισα πως ήταν βλακείες. Λες και είμαι ειδήμων του θέματος. Αν και μια μορφή ειδικότητας την έχω. Είναι όμως τόσο συνηθισμένη. Όπως ο περισσότερος κόσμος, ξέρω πώς να την αποφεύγω. Είπα λοιπόν, να καταγράψω τους 10 τρόπους με τους οποίους μπορείς να κρυφτείς απ’ την ευτυχία:
  1. Να την αναβάλεις. Όπως λες και συ, περιμένοντας το Σαββατοκύριακο, την άδεια, να μεγαλώσουν τα παιδιά, να πάνε καλά στις εξετάσεις, να τελειώσεις με το φαΐ, να είναι καθαρό το σπίτι, να σχολάσεις πρώτα απ’ τη δουλειά, να χαζέψεις στον υπολογιστή, να σε αναγνωρίσει άλλη μια φορά η μητέρα σου, να κοιμηθείς πρώτα λίγο παραπάνω, να συναντήσεις τους φίλους που λείπουν. Ατέλειωτη η λίστα της ευτυχίας ως συνάρτησης του χρόνου. Ξέρεις, αυτού του τύπου που τρώει τα παιδιά του. Εμάς δηλαδή.
  2. Να τη θεωρείς κάτι τόσο μεγαλόπρεπο που δεν το φτάνεις. Να προσπαθείς συνεχώς να είσαι έτοιμη γι αυτήν. Τόσο σκληρά ώστε να είσαι πάντα ανάξια.
  3. Να πρέπει να είναι όλος ο κόσμος γύρω σου ευτυχισμένος, γιατί δεν είναι σωστό να ευτυχείς όταν γύρω σου υπάρχει τόση δυστυχία.
  4. Να έχεις την υγεία σου κι εσύ κι όσοι αγαπάς. Ακόμα κι αυτοί που δεν τους ξέρεις τόσο καλά. Και πώς μπορείς να είσαι σίγουρη πως όλα έχουν ελεγχθεί σωστά και στο βάθος που πρέπει;
  5. Να κάνεις ειρήνη με τον εαυτό σου, να τους αγαπάς όλους, να μην ανιχνεύεις ούτε σκιά μίσους, αντιπάθειας.
  6. Να περιμένεις εκείνο το ταξίδι, στον υπέροχο τόπο, που όμως –τι κρίμα- δεν ήταν όπως τον έδειχναν οι φωτογραφίες.
  7. Να περιμένεις το μεγάλο έρωτα.
  8. Να περιμένεις το τέλειο παιδί.
  9. Να είσαι ευτυχισμένη και να φοβάσαι, να τρέμεις. Πόσο θα κρατήσει; πότε θα σβήσει;
  10. Να είσαι πάλι ευτυχισμένη, αλλά τι εφιάλτης! Να μην σου βρίσκεται ένα μολύβι, ένα λάπτοπ, σύνδεση στο ίντερνετ, κάτι βρε παιδί μου, να την εξυμνήσεις, να την καταγράψεις, να τη χαράξεις στον κορμό ενός δέντρου, να υπάρξουν στοιχεία και μάρτυρες να βεβαιώσουν την παρουσία της.
(Εντάξει, ο κατάλογος είναι ατελείωτος και ο καθένας μπορεί να προσθέσει τη δική του διαφυγή, αλλά ας μείνουμε στο 10, όπως ο Μωυσής που κάπου έπρεπε να τελειώσει με τα Ου.)

Το περίεργο είναι που υπάρχουν άνθρωποι φτωχοί, άρρωστοι, αγράμματοι, με εχθρούς, με αγαπημένους που έχασαν, με πατρίδες που αποχαιρέτησαν, φυλακισμένοι, βασανισμένοι, εξαπατημένοι, ταλαίπωροι, αποτυχημένοι. Κι έχουν αυτοί οι ανάξιοι, κάτι στιγμές που μοιάζουνε θεοί. Πάνε και καταρρίπτουν όλα τα προαπαιτούμενα λες και είναι γελοία. :)
Λες και το μόνο που χρειάζεται είναι να είμαστε ζωντανοί. Λες και είναι η ευτυχία, η δίδυμη αδερφή της ζωής.

Σε φιλώ πολύ ξαδεφούλα και περιμένω να συναντηθούμε.
θα είναι μια στιγμή ευτυχίας. ;)

Παρασκευή 8 Αυγούστου 2014

Ξημέρωμα


Η πρώτη μου ερώτηση μόλις έφτανα στο νησί ήταν: “πού είναι το καλύτερο σημείο να δούμε το ηλιοβασίλεμα;”. Η μέγιστη έγνοια των καλοκαιρινών διακοπών. Έπρεπε να εντοπίσω το μέρος στο χάρτη, να εξασφαλίσω ότι την ώρα εκείνη θα είμαστε έξω, στην παραλία ή στον κατάλληλο λόφο. Ανέβλυζε σαν μια εσωτερική ανάγκη να αποτυπώσω χρώματα κι αποχρώσεις, να αποθανατίσω τη στιγμή της τελικής πτώσης του ηλιάτορα, να εντρυφήσω στην καθημερινή μικρή συντριβή του. Τα ηλιοβασιλέματα είναι τόσο δραματικά που διψασμένα τα αποζητάς όταν είσαι νέος. Με τα χρόνια εξασθένισε η ανάγκη αυτή, ίσως γιατί ολόκληρη η ζωή είχε πια γίνει δραματική.

Τώρα πλέον, στις καλοκαιρινές διακοπές, φροντίζω να ξυπνήσω πολύ πρωί, να ρουφήξω τη μέρα, πριν αυτή γεμίσει με το βουητό και τη σκόνη του κόσμου. Πριν ακόμη η ζέστη με τυλίξει στο ηδονικό της ραχάτι. Κάθομαι κι αφουγκράζομαι. Σηκώνω το βλέμμα προς το αρχέγονο φως. Μυρίζω τη πρωινή δροσιά που μπαίνει από τις χαραμάδες και τυλίγει το σώμα. Μετράω το χρόνο με ήχους και χρώματα.

Λίγο πριν το ξημέρωμα τα ζωντανά βρίσκονται σε αναστάτωση. Τα πρόβατα στη στάνη στριμώχνουν το ένα το άλλο. Οι σαύρες αφήνουν τις φωλιές τους και ξεκινάνε το κυνήγι. Τα κοκόρια δίνουν το σύνθημα βγάζοντας την πιο σπαραχτική κραυγή τους. Τότε τα τζιτζίκια πιάνουν το πιο δυνατό τους τραγούδι σαν τους κατάδικους που δεν ξέρουν τι θα τους ξημερώσει η επαύριο. Σε κρεσέντο μέχρι εξάντλησης. Η πρώτη μεγάλη παύση δίνει τη σκυτάλη στο σόλο των οργάνων μιας ιδιόμορφης πρωινής ορχήστρας. Πολύχρωμες κίσσες αναπηδούν στα δέντρα κρώζοντας αλλόφρονα. Οι σταχτιές δεκαοχτούρες γρυλίζουν κουρνιάζοντας. Τα ταπεινά σπουργιτάκια ξεμυτάνε τιτιβίζοντας από τα κεραμίδια και κατακλύζουν κλαδιά και σύρματα· κι οι σπίνοι συρρέουν στα έρημα αλώνια. Ανυπόμονοι οι γλάροι περιμένοντας την πρωινή ψαριά πετάνε σκούζοντας προς τη στεριά, αλάνθαστο σημάδι πως ο καιρός θα αλλάξει ή η ζέστη θα χειροτερέψει. Κάποια χελιδόνια που ξώμειναν τιτιβίζουν βουτώντας στις ανεπαίσθητες υδάτινες γουρνίτσες του χωματόδρομου, εκεί όπου την προηγούμενη το βράδυ κατάβρεξαν οι συστηματικοί νοικοκύρηδες, για να κρυφτούν αμέσως μετά κάτω απ' τα ξύλινα μπαλκόνια, μην τυχόν και τα προλάβει η λάβρα της ημέρας. Ένα απείθαρχο τζιτζίκι αποτολμά ένα τερέτισμα την ώρα των πουλιών, αλλά μετά από λίγο, απογοητευμένο από την έλλειψη επαναστατικότητας των υπολοίπων, σωπαίνει.

Κι άξαφνα σαν να'χουν όλα συντονίσει τα ρολόγια τους, λίγο πριν σκάσει η πρώτη ηλιαχτίδα, σταματάνε. Μια απρόσμενη, εκκωφαντική ησυχία αγκαλιάζει τα πάντα. Τότε, και μόνο τότε, ακούς τις ανθρώπινες ανάσες από τα ανοιχτά παράθυρα.
Κι όταν ο ήλιος φτάσει στις προκαθορισμένες μοίρες πάνω στον ορίζοντα, όταν σκάει ολόφρεσκος και ζωηρός, σαν παιδάκι που καλοκοιμήθηκε στην αγκαλιά της μάνας του, όταν σιγά-σιγά αρχίζει να λούζει τα σπίτια με τη λαμπεράδα του, τότε και μόνο τότε, ένα-ένα, δέκα-δέκα, εκατοντάδες, η μεγάλη συμφωνική των τζιτζικιών αναλαμβάνει πάλι δράση.

Κλείνω το παράθυρο και συνεχίζω τον ύπνο· έχω να στείλω την καρτ-ποστάλ αύριο...

Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2013

Η τελευταία φορά



How beautifully leaves grow old.
How full of light and color are their last days.
John Burroughs
 
Το τελευταίο τσιγάρο. Αυτό των αναχωρητών. Το τελευταίο γεύμα. Αυτό των μελλοθανάτων. Η τελευταία ανάσα. Αυτή των πρωταθλητών. Η τελευταία βουτιά.  Αυτή των παραθεριστών. Το τελευταίο είναι και το γλυκύτερο και το ελκυστικότερο. Μόλις συνειδητοποιήσεις το τετελεσμένο, πυροδοτείται ο πόθος σου. Όταν σε περιορίζουν ξεκινάς την αντίστροφη μέτρηση για την κατάρριψη του περιορισμού σου. Κι αν η μαλθακότητα σε έχει κάνει αδύναμο, τόσο πιο λυσσαλέα αναζητάς το ανέφικτο.  Όταν οι δυνάμεις σε εγκαταλείπουν, τόσο πιο απεγνωσμένα θέλεις να ζήσεις. Κοιτάς απελπισμένα τους γύρω σου κι αρπάζεσαι από πάνω τους. Αν προλάβεις.
Αν τρέχεις πίσω από το χρόνο, ο χρόνος τρέχει ακόμα γρηγορότερα: αυτός είναι ο νόμος της κατανάλωσης, του ξοδέματος. Ό,τι κατακρατάς, σε κατακρατάει, ό,τι σε κάνει ιδιοκτήτη σε γερνάει: αυτός είναι ο νόμος της ενηλικίωσης. Προσαρμόζεσαι· αυτός είναι ο νόμος της ζωής, της επιβίωσης.
Την πρώτη φορά πατάς ανάλαφρα· καρκινοβατείς. Την  τελευταία  έχεις κάνει την επιλογή. Και αυτή σε ορίζει και σε βαραίνει. Η ιστορία σου παραμένει ο έσχατος ορίζοντας δημιουργίας και φθοράς, παραγωγής και καταστροφής,.
Φεύγοντας, θα θυμάσαι αυτό που χάνεις εντονότερα από όσο όταν το είχες. Εγκαταλείποντας τη θέση σου, θα αναπολείς ισόβια την τελευταία στιγμή. Η ύστατη εικόνα αέναα θα σε στοιχειώνει.
Κοιτάζω την έρημη παραλία.  Σβήνω απ’ την άμμο όλα τα χνάρια που με κυνηγάνε. Στο τέλος, σβήνω το τσιγάρο. Στην  τελευταία βουτιά μου για φέτος ρουφάω όσο πιο πολύ νερό αντέχω, μέχρι να γεμίσουν τα πνευμόνια μου. Κανείς δεν μπορεί να πνιγεί μόνος του. Τα αντανακλαστικά με σώζουν. Ευτυχώς.
 

(*H φωτό του Λεωνίδα…με τη μηχανή μου:)

Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

Φαντάσματα

Μοιάζω πατημένη. Ε, δεν με λες και καλλονή. Eιδικά αν έχεις συνηθίσει πρόσωπα με οφθαλμικούς βολβούς τοποθετημένους εκατέρωθεν της μύτης. Τα βλέπω όλα μονόπλευρα. Εσείς; Εσείς που έχετε στερεοσκοπική όραση; Τη χρησιμοποιείτε ελπίζω, ε; Εγώ, έτσι γεννήθηκα, έτσι είναι τα παιδιά μου. Η άλλη όψη δεν μ’ απασχολεί. Στην άλλη όψη σέρνομαι, κρύβομαι, φωλιάζω. Είμαι φάντασμα. Το φάντασμα της άμμου. Με διακρίνουν μονάχα μάτια εξασκημένα. Με δείτε – δεν με δείτε όμως, είμαι εδώ. Εγώ και τα υπόλοιπα φαντάσματα.
 
Ναι, είμαστε πολλά.

Ο άνεμος

Την τελευταία μέρα στο νησί ο άνεμος κόπασε. Συνηθισμένοι, οι κάτοικοι του νησιού το αντιλήφθηκαν αμέσως και δεν παραξενεύτηκαν. Οι προσκυνητές με περισσή ευκολία το απέδωσαν σε θαύμα. Οι αλαφροΐσκιωτοι πίστεψαν ότι ο μεγαλοδύναμος απλώς κρατούσε την αναπνοή του. Οι πιστοί αποδέχτηκαν  τη θεία βούληση και αναστέναξαν. Οι τουρίστες ανακουφίστηκαν. Οι νοικοκυρές άπλωσαν ανέμελα τα ασπρόρουχα. Οι απόμαχοι στα καφενεία άκουγαν καλύτερα το συνομιλητή τους και του έδιναν πιότερη σημασία. Οι ψαράδες κατέβηκαν ως την προβλήτα και άρχισαν να ετοιμάζουν τα παραγάδια τους. Οι έφηβοι έβγαλαν τα ακουστικά και άκουγαν ξανά μουσική από τα ηχεία. Τα παιδιά ονειρεύτηκαν πάλι κάστρα με τάφρους και πύργους με πολεμίστρες απλωμένους στην άμμο. Οι ποιητές μάζεψαν τις λέξεις που ο αέρας είχε απιθώσει στις αυλές τους. Τα ξερολούλουδα πήραν ανασαιμό και ξεκίνησαν να μετράνε τις απώλειες. Ο κόκορας φούσκωσε από περηφάνια γιατί επιτέλους θα ακουγόταν παντού. Οι μαγείρισσες ξεμαντάλωσαν τα παραθύρια αφήνοντας προκλητικά τις μυρωδιές να ξεχυθούν στη γειτονιά. Τα αδέσποτα του νησιού επιτέλους θα εντόπιζαν ευκολότερα τα αποφάγια. Τα πετούμενα θα οσφραίνονταν ανεμπόδιστα τη λεία τους. Τα βράχια θα άρχιζαν να γλείφουν τις πληγές τους.  Κι οι παραθεριστές θα απολάμβαναν τα θαλάσσια μπάνια τους.

Εμείς πήραμε το πλοίο της επιστροφής, μέσα σε μια απίστευτη λαδιά καβαντζάραμε το καβο-ντ' Όρο, επιστρέφαμε στην πόλη ξαναβρίσκοντας το ανοίκειο τέλμα μας.

Πέμπτη 22 Αυγούστου 2013

Η ομορφιά του κόσμου

 Νύχτα 21ης Αυγούστου. Οι αρχαιολογικοί χώροι είναι ανοιχτοί. Για όσους είναι ανοιχτοί κι οι ίδιοι. Ο Λόρκα με τη φωνή του Κατράκη και συνοδεία ανδαλουσιανής κιθάρας ενώνει τη Μεσόγειο. Έτσι κι αλλιώς , τίποτα πραγματικό δεν τη χωρίζει. Το φεγγάρι εκτυφλωτικό στα τηλεσκόπια, μια καλλονή πάνω στα μάρμαρα. Είναι η νύχτα που αναρωτιέσαι. Οι άνθρωποι δεν είναι παρά κουκίδες σε μια ευθεία γραμμή του χρόνου. Τίποτα άλλο δεν μπορεί να νικήσει το δίδυμο αδερφό του χρόνου, το θάνατο, παρά η ποίηση η γραμμένη σε στίχους, η σκαλισμένη στην πέτρα, η τραγουδισμένη, η αποτυπωμένη σ αυτό το ζευγάρι που φιλιέται στο φεγγαρόφωτο, η άναυδη φύση στη φωτογραφική του δικού μου ποιητή.


Κι εκεί που λες πως χόρτασες την ομορφιά του κόσμου, βγαίνεις στη σιωπή λίγο παραέξω κι όλα ανατρέπονται. Η ποίηση των ανθρώπων δεν είναι παρά μια χλωμή απομίμηση αυτού του ασημένιου χαδιού που ανατριχιάζει στην επιφάνεια της θάλασσας στέλνοντας χαιρετίσματα στη σελήνη.
Οι φωτογραφίες είναι του Λεωνίδα

Τρίτη 13 Αυγούστου 2013

Να τους κακομαθαίνεις


Όσους αγαπάς, να τους κακομαθαίνεις. Γιατί είσαι εδώ αν όχι για να φιλάς, να στολίζεις, ν' ακουμπάς, να συγχωρείς, να χτενίζεις- αν είσαι μαϊμού, να ξεψειρίζεις- να σκεπάζεις αποκοιμισμένα κορμάκια, να εισπνέεις μυρωδάτα ρούχα, ν' απλώνεις αντιηλιακά, να μοιράζεις βλέμματα και σκέψεις-αγκαλιές, φιλιά και χάδια, ηλεκτρικά αγγίγματα και το θερμό σου λόγο; Σίγουρα δεν είσαι εδώ για να σαι ξινός και μέτριος. Μετρημένες να είναι οι δοσολογίες στις τούρτες, όχι στ' αγκαλιάσματα.
Λένε κάτι μίζερες, μικρές συμβουλές: (Να μην μιλάς στους ξένους. Να μην δείχνεις τα συναισθήματά σου. Να μην ανοίγεσαι. Να μην δίνεσαι ολόψυχα κι αν παρασυρθείς, μην-μην-μην το δείχνεις!)
Να γυρνάς το να ανάποδα. Να το κάνεις αν.
Κι αν μίλαγες στους ξένους; Κι αν σου απαντούσαν; (Δεν θα ήταν ξένοι πια.)
Κι αν δείξεις πόσο ποθείς; Πόσο θές ν’ αγγίξεις; Κι αν τους κακομάθεις; Κι αν τους πνίξεις στην αγάπη; Κι αν ξεχειλίσουν από δαύτην; Μήπως είστε τίποτα παραπάνω από δοχεία ενωμένα; Σωληνάκια στομωμένα στα «να» και «μην»;
Θα κάνω λάθη, λες. (Μπορώ να τ’ αποφύγω;)
Μπορείς να τα ελαχιστοποιήσεις, θα πεις. (Ξέρεις να μετράς; Και ποιος είναι το πρότυπό σου; Σε ποιο Μουσείο μέτρων και σταθμών το φυλάς; Από τι υλικό είναι φτιαγμένο το τέλειο και πόσο αντέχει στις κρούσεις, στα τραβήγματα, στην πίεση, στην κόπωση;)
Γι αυτό σου λέω. Να τους κακομαθαίνεις!

Μην θησαυρίζεις ζαρωμένες αγάπες. Γι αργότερα,  γι αλλού, γι άλλη στιγμή. Όλα αναπνέουν στο τώρα. Οι χτεσινές ανάσες έσβησαν κι οι αυριανές είναι αγέννητα έμβρυα. Περιμένουν ανενεργά, ξεφούσκωτα. Το αύριο ξεψυχάει στο άκουσμα της αναβολής. Σε φοβάται εσένα που φυλάγεσαι. Δεν θέλει να σε ξέρει. Θα το τσαλακώσεις, διπλώνοντας το ταχτικά. Τα «να» και «μην» δεν είναι αλφάδια αλλά ψαλίδια που σκίζουν τον αέρα των ψυχών.

Κυριακή 11 Αυγούστου 2013

Να με ταξιδεύεις


δεν χρειάζομαι πολλά, το μυαλό μου να βαστάει, να μην γεμίζει σκοτούρες και να μπερδεύεται σε δίνες, να αλαργάρει που και που, και να χαζεύω τις αφίσες στις βιτρίνες των πρακτορείων ταξιδίων, κι αντί για το είδωλό μου στη τζαμαρία να μας βλέπω αγκαλιασμένους, σε χώρες μακρινές και ξωτικές με περίεργα ονόματα, να μας τριγυρίζουν με έντομα με μεγάλα φτερά και χρωματιστά σώματα και να μας κάνουν σκιά δέντρα με παχιά φύλλα κι απαγορευμένους καρπούς· να γυρίζουμε το νησί πιασμένοι χέρι-χέρι, να σκύβουμε και να μαζεύουμε κοχύλια που δεν πρόλαβαν την άμπωτη και να βάζουμε στ'αυτί μας ναυτίλους - το'χω δει στις ταινίες, για να μαθαίνουμε τ'απόκρυφα του κόσμου· κι όταν μας πιάνει το μεσημέρι να βουτάμε στη δροσιά ασημογάλαζων νερών αγναντεύοντας τις κοραλλιογενείς συστάδες, εμπόδια και προστασία από μοβόρικα ψάρια – κι αυτό από ταινία το'χω μάθει, να τρώμε ζουμερά φρούτα, φτύνοντας χάνω σε νοητή γραμμή τα κουκούτσια και να κάνουμε ευχή, πως θα φυτρώσουν τάχατις, κι ύστερα από χρόνια, όταν πια στη δύση της ζωής μας θα ξαναβρεθούμε στα ανιστόρητα τούτα μέρη να βρούμε καινούργια οπωροφόρα· να αράζουμε στις χορτάρινες αιώρες, σαν κι αυτή - από πλαστικό κορδόνι, που μου αγόρασες και μου κρέμασες στο μπαλκόνι, να μας παίρνει ο ύπνος αποκαμωμένους από τον έρωτα που νιώσαμε και τάχα ν'ανοίγω τα βλέφαρα για να σε θαυμάσω, αλλά να, πίσω σου αρχίζει να πέφτει σιγά-σιγά ο ήλιος και να βάφει τα σώματά μας σε έντονο βερυκοκί, και όσο βυθίζεται να παίρνεις όλο και πιο βαθιές ποχρώσεις, του ώριμου μάνγκο το πορτοκαλί, το κόκκινο της πορφύρας, το βυσινί της θάλασσας, κι όταν η νύχτα πέσει απαλά νοτίζοντας τα ρούχα και τις ανάσες μας να ανταμώσουμε βλεφαρίζοντας τον ουρανό, να θαυμάσουμε τον γαλαξία, να πάρουμε την πιρόγα και να απομακρυνθούμε γυρεύοντας το πέρα του κόσμου.

αυτά κι άλλα πολλά σκεφτόμουν κι είχε περάσει η ώρα και μισοζαλισμένη έτρεξα να προλάβω το τελευταίο λεωφορείο που θα μ'έφτανε μέχρι το σταυροδρόμι να βαδίσω βιαστικά μέχρι το ανήλιαγιο ημισόγειο, να σφαλίσω με δύναμη την πόρτα στις έγνοιες, πριν με κατακλύσουν, μπας και με πάρει αμέσως ο ύπνος, να αφεθώ πονετικά τα χέρια του σαν να μην υπάρχει αύριο.

Πέμπτη 8 Αυγούστου 2013

Σ' έναν κοραλλένιο κήπο στο βυθό

Oι κοραλλένιοι κήποι θα σε θαμπώσουν στο χρώμα.
 
Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
 
 Οι θησαυροί τους είναι καλοδουλεμένοι στη λεπτομέρεια.
 
Οι φτέρες εδώ, είναι κεντημένες με ασήμι.

 

Τρίτη 6 Αυγούστου 2013

Στο νησί

Να’ μαι πάλι στο νησί, το λατρεμένο. Κι αυτός ο έρωτας να μεγαλώνει χρόνο με το χρόνο. Να μην ξεθωριάζει, μα να γίνεται η αγκαλιά του θερμότερη. Μια που μεγαλώνω κι αναρωτιέμαι για πόσο ακόμα θα σκαρφαλώνω στα θυμαρίσια-αγκαθωτά-μοσχοβολιστά κατσάβραχα των ωραιότερων παραλιών, μια που δεν ξέρω αν του χρόνου θα τα καταφέρω να ‘ρθω. Αρχίζει κι ο έρωτας να παίρνει την χροιά του παράνομου, του πιο ποθητού. Αυτή η νύχτα μένει ή αυτό το καλοκαίρι μένει, δεν ξέρω τι να πρωτοπώ.

Πέμπτη 1 Αυγούστου 2013

Παρείσακτοι

Το ποτάμι
Είναι ένα καλόβολο ποτάμι. Τρεις φορές έχουν εκτρέψει την κοίτη του. Όπου το πάνε, πάει. Τη μια δεν βολεύει τους αγρότες, την άλλη τους παραθεριστές με τα πάνω-στο-κύμα-σπίτια, την τρίτη βρίσκουν μια συμβιβαστική λύση. Κι αυτό εκεί. Να μην πνίγει κανέναν, όλους να τους αποδέχεται, να τους αρδεύει και να σχηματίζει στην εκβολή του κόσμους. Εκεί που κάθεται το καλοκαίρι, δεν έχει αρκετό νερό να βρέξει τα πόδια του στη θάλασσα. Πάνω από τρία μέτρα δεν το χωρίζουν απ το αλμυρό νερό κι αρκείται να σχηματίζει μια λιμνούλα-βιότοπο. Ξεδιψάνε τα πουλιά κι οι νυχτερίδες, βουτάνε τα βατράχια, κολυμπούν γυρίνοι και όλοι μαζί λένε τα δικά τους. Για τα καλοκαίρια και τα οικογενειακά. Φτερωτές μανάδες καλούν τα μικρά τους για φαγητό, ιπτάμενοι μπαμπάδες γυρνούν φορτωμένοι λάσπη και σκουληκάκια. Λαχταριστές λιχουδιές και σλπουφ-σπλαφ-κουάκ ολόγυρα. Για τους άτολμους τα καλοκαίρια είναι μια ουτοπία, για τους τολμηρούς είναι ο τόπος μόνιμης κατοικίας. Το παράθυρο στην επανάσταση που βλέπει μια ζωή άξια στους ταξιδευτές. Κι ας μην βρίσκεσαι πάντα στο ίδιο μέρος. Τα χελιδόνια για παράδειγμα, αναζητούν καλοκαίρια όλο το χρόνο. Αλλάζουν ηπείρους και δικαιώνονται.

Παρασκευή 26 Ιουλίου 2013

Έρως. Θέρος. Πόνος.

Τι πάει αν πει ήρθε ο καιρός του θερισμού;
Το καπέλο μου μόλις που χορτάριασε
Bashô

Για μας τους μεσόγειους φτάνει η στιγμή που νιώθουμε ότι το καλοκαίρι έχει φτάσει. Είτε με τη μορφή μιας οσφρητικής ανάμνησης γεμάτης αρμύρα και πευκοδάσος, είτε με τη μορφή μιας μικρής οφθαλμαπάτης στα παιχνιδίσματα του ήλιου καθώς περπατάς στ' αναμμένα πλακόστρωτα της πόλης. Είναι από εκείνες τις στιγμές που μας ξεπερνούν, αλλά δεν χάνονται, μόνο μας σημαδεύουν, κάθε χρονιά πιο δραματικά και πιο απελπισμένα.