Ουσιαστικό, ουδέτερο
Χάλκινο συνήθως σκεύος που προέρχεται από την ανατολή,
όπου καιγόντουσαν κάρβουνα για να θερμάνουν τον χώρο. Υπεύθυνο για αρκετές
περιπτώσεις δηλητηρίασης από μονοξείδιο του άνθρακα, λόγω της μη τέλειας καύσης.
“Στα μέσα της
δεκαετίας του εξήντα, μετακομίσαμε με τους γονείς μου στην Πεύκη. Ένα χωριό
ήταν τότε. Ο πατέρας σπάνια είχε δουλειά. Αριστερός κι αποκλεισμένος. Ήμαστε πολύ φτωχοί. Κι η μάνα μου
δούλευε όπου και όταν εύρισκε. Το σπίτι έμπαζε από παντού. Πού λεφτά για
θέρμανση! Για χρόνια, χρησιμοποιούσαμε ένα μαγκάλι για να ζεσταθούμε. Όταν η φωτιά ήταν
σωστή, το μαγκάλι γέμιζε το σπίτι διοξείδιο του άνθρακα και υγρασία. Τα προϊόντα
της πλήρους καύσης. Ξέραμε όμως όλοι τότε, πόσο ύπουλο πράγμα ήταν. Έβαζες τα
ξύλα και τα άφηνες έξω να χωνέψουν. Να μείνει μόνο η θράκα. Αν ανάμεσα στα
κάρβουνα κρυβόταν κανένα νωπό ακόμα κομμάτι, η καύση δεν θα ήταν τέλεια και θα
παραγόταν μονοξείδιο του άνθρακα. Υπνωτικό φαρμάκι. Σε κοιμίζει και δεν ξυπνάς
ποτέ.
Εκείνο το βράδυ, η μητέρα μου είχε φέρει μέσα στο
σπίτι το μαγκάλι κι έφυγε για δουλειά. Εγώ, πιτσιρίκι του δημοτικού, ξύπνησα -για
καλή μου τύχη- από έναν εμετό που μ’ έπνιξε. Μπόρεσα να βγω έξω και να ζητήσω
βοήθεια. Με πήγαν στο νοσοκομείο. Από του χάρου τα δόντια γλύτωσα.
Η δασκάλα,
φανατική υπέρμαχος των συνταγματαρχών, με επέπληξε όταν επέστρεψα στο σχολείο: