Βγαίνοντας απ' τη γαλάζια σπηλιά. Φωτογραφία του Λεωνίδα |
Αυτό ήταν ένα καλοκαίρι γεμάτο νεκρούς. Από την από κει, από
την από δω μεριά, από παντού. Λες κι έχει σημασία η πλευρά. Λες κι έχουν όχθη οι νεκροί.
Αφού αυτοί δεν χρειάζονται ταυτότητες, δεν θα ‘πρεπε κι εμείς να τις αναζητάμε. Δεν θα έπρεπε να το σκεφτούμε για το αν θα στενοχωρηθούμε ή θ’ αδιαφορήσουμε. Κάποιοι το καταφέρνουν.
Εγώ δεν μπορώ. Αυτό κάνει η χρόνια ασκούμενη βία όταν σέρνεται χωρίς να την
πατάς. Σε γαριάζει στη λάσπη του μίσους κι άντε μετά να την ξεπλύνεις απ’τους
πόρους. Κάθε μέρα, νέοι στόχοι μίσους. Σήμερα μισούμε τους
κόκκινους, αύριο τους ροζ. Αντιδρούμε σαν ρομπότ. Αντιμισώντας. Κάτι είναι
τελείως λάθος. Μισώντας κι αντιμισώντας κολυμπάμε στον ίδιο βούρκο με ότι
απεχθανόμαστε. Θα ‘ πρεπε να βρούμε δρόμους να μας ενώνουν. Δεν μπορεί να είναι
τόσο δύσκολο. Απλώς, δεν θα μας το πουν απ’ τα κανάλια.
Προχθές στην παραλία, ένα νεαρό ζευγάρι έπαιζε με το μωρό
του. Η μαμά το κρατούσε αγκαλιά κι ο μπαμπάς κρυβόταν και φανερωνόταν πίσω από
μια πετσέτα. Του έλεγε:
«Κουκου! Μπουρδουμμπουρδούμ.»
Το μωρό τσίριζε από ευδαιμονία.
Εκκωφαντική ευτυχία!
Αναρωτήθηκα τι εθνικότητας ήταν η οικογένεια.
Γιατί άραγε;
Γιατί να
θέλω να μάθω κάτι τέτοιο;
Θα μπορούσαν να είναι από παντού. (Κι εκείνη τη
στιγμή, ήταν από παντού.)
Η γλώσσα της σαχλαμάρας είναι διεθνής. Ενωτική,
χαλαρωτική, ανθρώπινη.
Σήμερα το πρωί, ένα ηλικιωμένο ζευγάρι έμπαινε στη θάλασσα.
Κρατιόνταν από το χέρι. Παραμέρισαν τις χρόνιες γκρίνιες για να αλληλοστηριχθούν
και να μην γλιστρήσουν. Χαμογελούσαν, κοιτάζονταν στα μάτια. Ήξερε ο ένας τι
ένοιωθε ο άλλος.
Μόλις έπεσαν, η γιαγιά άρχισε ν’ αναφωνεί:
"Παπαπά-ααααχ!"
Κατάλαβα τι εννοούν οι πάπιες όταν βουτάνε στο νερό.
Φαντάσου λέει, να πάθαιναν οι άνθρωποι μια επιλεκτική
αμνησία και να ξεχνούσαν τη μητρική τους γλώσσα. Να μπορούσαν να επικοινωνήσουν μόνο με σαχλαμάρες.
Δεν ξέρω πώς σας φαίνεται η ιδέα. Όταν
είσαι δίπλα στη θάλασσα, δεν μοιάζει τόσο χάλια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου