Η οθόνη ανοιχτή, διαθέσιμη. Προκαλεί. Να γράψεις, να μουτζουρώσεις, ν’ αφήσεις ίχνη. Ένας ακόμα ανόητος που πληγώνει δέντρα ή ένας σοφός τοιχογράφος; Μικρή σημασία έχει. Η έκφραση συνοψίζει το ζητούμενο. Η ποιότητά της απασχολεί πρωτίστως τους άλλους. Εσύ, αν λαχταράς να ουρλιάξεις, ελάχιστα νοιάζεσαι για τη χολυγουντιανή χροιά της κραυγής. Το δηλητηριασμένο αέρα θες να ξεφυσήσεις.
Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2011
Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2011
Καλπάζουσες παράπλευρες απώλειες
Κάποτε καμωνόμαστε πως αυτά τα θέματα ήταν σημαντικά.
Υπόγεια, ανώνυμα, αθόρυβα τρέχουν οι παράπλευρες αυξήσεις. Όχι μόνο αυτές που αφορούν στους φόρους, στις εισφορές, στις κρατήσεις, στις απολύσεις. Καλπάζουν και κάτι δείκτες απόκληροι στους οικονομικούς παράδρομους.
- Αυξάνονται οι άστεγοι στην Ελλάδα. Όχι στις ΗΠΑ, ούτε στη Γαλλία. Δεν μιλάμε για τον Άρη. Δεν είναι μόνο αλλοδαποί. Δεν πρόκειται καν για τους συνήθεις απόκληρους, αλλά για ανθρώπους με μέση και ανώτατη μόρφωση. Για τους χθεσινούς μας γείτονες μιλούν οι στατιστικές.
Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2011
Ο κύκλος της θλίψης (ή της καταστροφής;)
Ο όρος «κύκλος» χρησιμοποιείται κατ’ευφημισμό, καθώς, όπως και σχηματικά αναπαρίσταται, πρόκειται για μια ημιτονοειδή ατέρμονα διαδικασία με την οποία, συνειδητά ή ασυνείδητα, αντιμετωπίζουμε έντονες συναισθηματικές φορτίσεις (αρνητικές). Είναι ο μηχανισμός που αντιδρούμε στις αλλαγές, πολύ καλά μελετημένος και περίτρανα αποδεδειγμένος.
Και εκεί που ζούσες στον προσωπικό σου «παράδεισο» με την ατομική σου ευδαιμονία, αδιαφορώντας για το τι γίνεται τριγύρω σου, εκτός αν επρόκειτο για το σπίτι του γείτονα ή για το αυτοκίνητο του συναδέλφου, και εκεί που το μόνο που σε εκνεύριζε ήταν ο υπάλληλος που δε σου χαμογελούσε στα ΕΛΤΑ ή τα πάντα καθυστερημένα τρόλευ, που στο τέλος ερχόταν το ένα πίσω από το άλλο, ή έστω η φθίνουσα απόδοση του Ρεχάγκελ, ΤΣΑΦ! Ξαφνικά, συνειδητοποιείς ότι όλα γύρω σου σιγά-σιγά, μεθοδικά θα μπορούσε να πει κανείς, αρχίζουν να καταρρέουν, σαν χάρτινοι πύργοι, και εσύ στη μέση-πάντα-όλου του κόσμου και πουθενά να κρατηθείς. Σου είπαν ότι ζούσες με δανεικά-ναι είναι αλήθεια, αλλά όχι αυτά του δανείου που τα κουτσοβόλευες, που τα ζήτησες για να ικανοποιήσεις λίγο παραπάνω τη ματαιοδοξία σου, που τα πήρες χωρίς να ρίξεις καν τα μούτρα σου γιατί στα έδιναν απλόχερα, με τα οποία πήγες διακοπές, έριξες πλάκα στο οικοπεδάκι, αγόρασες τζιπ με μαύρα φυμέ τζάμια, μη σε βλέπουν και σε ματιάσουν κιόλας, δεν είναι αυτά μόνο που χρωστάς είναι και αυτά που χρωστάτε ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ, με τον γείτονα που μισούσες/αγαπούσες και που ψήνατε μπάρμπεκιου τις Κυριακές, με τον υπάλληλο που τα πήρε κάτω από το γραφείο για να σου βγάλει γρήγορα την άδεια, με τον συνταξιούχο που βγήκε προώρως και τώρα γκρινιάζει στην εφορία, όταν οι υπάλληλοι παίρνουν άδειες και μένουν πίσω λίγοι για να εξυπηρετήσουν τον κόσμο, με τον ψιλικατζή που έχει κάνει περιούσια, δουλεύοντας μέρα-νύχτα, και πληρώνοντας ψίχουλα στο κράτος, με τον ταξιτζή με τη φτιαγμένη ταρίφα, τον βενζινά με το φτιαγμένη αντλία, με την ασφαλιστική που άλλα χρεώνει (στο κράτος) και άλλα δίνει (σε σένα)…
Και εκεί που ζούσες στον προσωπικό σου «παράδεισο» με την ατομική σου ευδαιμονία, αδιαφορώντας για το τι γίνεται τριγύρω σου, εκτός αν επρόκειτο για το σπίτι του γείτονα ή για το αυτοκίνητο του συναδέλφου, και εκεί που το μόνο που σε εκνεύριζε ήταν ο υπάλληλος που δε σου χαμογελούσε στα ΕΛΤΑ ή τα πάντα καθυστερημένα τρόλευ, που στο τέλος ερχόταν το ένα πίσω από το άλλο, ή έστω η φθίνουσα απόδοση του Ρεχάγκελ, ΤΣΑΦ! Ξαφνικά, συνειδητοποιείς ότι όλα γύρω σου σιγά-σιγά, μεθοδικά θα μπορούσε να πει κανείς, αρχίζουν να καταρρέουν, σαν χάρτινοι πύργοι, και εσύ στη μέση-πάντα-όλου του κόσμου και πουθενά να κρατηθείς. Σου είπαν ότι ζούσες με δανεικά-ναι είναι αλήθεια, αλλά όχι αυτά του δανείου που τα κουτσοβόλευες, που τα ζήτησες για να ικανοποιήσεις λίγο παραπάνω τη ματαιοδοξία σου, που τα πήρες χωρίς να ρίξεις καν τα μούτρα σου γιατί στα έδιναν απλόχερα, με τα οποία πήγες διακοπές, έριξες πλάκα στο οικοπεδάκι, αγόρασες τζιπ με μαύρα φυμέ τζάμια, μη σε βλέπουν και σε ματιάσουν κιόλας, δεν είναι αυτά μόνο που χρωστάς είναι και αυτά που χρωστάτε ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ, με τον γείτονα που μισούσες/αγαπούσες και που ψήνατε μπάρμπεκιου τις Κυριακές, με τον υπάλληλο που τα πήρε κάτω από το γραφείο για να σου βγάλει γρήγορα την άδεια, με τον συνταξιούχο που βγήκε προώρως και τώρα γκρινιάζει στην εφορία, όταν οι υπάλληλοι παίρνουν άδειες και μένουν πίσω λίγοι για να εξυπηρετήσουν τον κόσμο, με τον ψιλικατζή που έχει κάνει περιούσια, δουλεύοντας μέρα-νύχτα, και πληρώνοντας ψίχουλα στο κράτος, με τον ταξιτζή με τη φτιαγμένη ταρίφα, τον βενζινά με το φτιαγμένη αντλία, με την ασφαλιστική που άλλα χρεώνει (στο κράτος) και άλλα δίνει (σε σένα)…
Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2011
Ti εύχομαι στα παιδιά
Όταν καθηγήτρια Πανεπιστημίου καταγγέλλει κατευθυνόμενο μαγείρεμα των επίσημων στατιστικών στοιχείων που έστειλαν τη χώρα στο βόρβορο και δεν ταράζεται δικαστικό βλέφαρο*, όταν στην ημερίδα της Αυστραλιανής Πρεσβείας για τις ανάγκες της μακρινής χώρας σε επιστημονικό προσωπικό, κατατέθηκαν κοντά στις 100.000 αιτήσεις για μια απλή κράτηση θέσης παρακολούθησης, όταν στα σχολεία δεν υπάρχουνε βιβλία κι ο σύζυγος της αρμόδιας υπουργού εμπλέκεται σε σκάνδαλο παροχής πανάκριβων υποκατάστατων CDs, όταν εκείνοι απ’ τους έλληνες που θεωρούν τους εαυτούς τους λογικούς επαναλαμβάνουν την πιο ραγιάδικη ερώτηση που διατυπώθηκε ποτέ σ’ αυτή τη χώρα λέγοντας «μαφιόζοι μας κυβερνούν, αλλά πρότεινε μου κάποιον καλύτερο», όταν το ευκολότερο για το μέσο σφαλιαροεισπράκτορα ιθαγενή είναι να θεωρήσει υπεύθυνο για όσα συμβαίνουν τον αδερφό του, τότε η ασφυξία είναι τόσο παραλυτική που μόνο δυο ευχές μπορώ να δώσω στα παιδιά.
Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2011
και μίσησε τον πλησίον σου...
Δεν είναι τα μέτρα της κυβέρνησης, δεν είναι η υπεροψία των ευρωπαίων που έχουν πιστέψει τους λαγούς της ελληνικής δημοσιογραφίας και πολιτικής. Ούτε τα επίσημα ψέματα με πειράζουν πια. Τα συνήθισα. Τα περιμένω. Δεν είναι ούτε καν η αδράνεια, η μαζική υποχώρηση, η βουβαμάρα. Την καταλαβαίνω. Αυτό που με διαολίζει είναι η κακία. Μας τέλειωσαν όλα τ’ άλλα κι απέμεινε ο φθόνος. Σπρώχνουμε τους άλλους πεζούς με αηδία, παραβιάζουμε κανόνες και προτεραιότητες, κλέβουμε τη σειρά θριαμβεύοντας, συνεχίζουμε να βάζουμε μέσα γιατί τα δικά μας τα παιδιά είναι ενός ανώτερου Θεού κι αν το παιδί του γείτονα διακριθεί, το αποδίδουμε σε εύνοια- ποτέ στην αξία του. Ένας λαός γυμνός, φτωχός και ζηλιάρης ως τη στερνή ανάσα. Να καεί ο διπλανός, ο ταξιτζής, ο φορτηγατζής, ο γιατρός, ο μικροεπιχειρηματίας που φοροδιαφεύγει, ο δημόσιος υπάλληλος, ο υπάλληλος της ΔΕΚΟ που τον απαξιώνουμε χωρίς να γνωρίζουμε τι κάνει. Να δυστυχήσουν όλοι γιατί το βλέμμα μας δεν έχει γυμναστεί παρά να κοιτάει ευθεία. Εκεί βλέπουμε τους ενόχους. Σε ότι βρίσκεται στο ύψος της τηλεόρασης. Δεν έχουμε δύναμη ν’ ανασηκώσουμε τη ματιά. Ούτε και να τη στρέψουμε προς τα μέσα, να γιατρέψουμε τα δήθεν, τα στρεβλωμένα, τα δε βαριέσαι μωρέ, τα εσύ θ’ αλλάξεις τον κόσμο;
Κι είναι τόσο εύκολο ν’ αφήνεσαι σ’ αυτό το παλιό, το αιώνιο, το πανίσχυρο:
Μίσησε τον πλησίον σου ως σεαυτόν.
Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2011
Απέραντο γαλάζιο, Βαθύ μπλε
Το χρώμα της Μεσογείου, όπως διαθλάται μέσα σε αυτή τη μικρή χώρα, όπως τρυπώνει σε αιγιαλούς και κρύβεται σε σπηλιές, όπως βαφτίζει αμμουδερές ακρογιαλιές
και καθρεφτίζει απόκρημνα βράχια, όπως ξαπλώνει στη γραμμή του ορίζοντα και στραφταλίζει κάτω από τον ήλιο. Το μπλε του Πικάσο,
καταφύγιο ψυχής μετά το θάνατο του φίλου του, το μπλε του Ιβ Κλάιν,
του αυτοσχεδιασμού και της αναζήτησης της φόρμας, το μπλε του Ματίς
που χαρτόκοβε φιγούρες γυναικείες όταν δεν μπορούσε να ζωγραφίζει, το μπλε του Σαγκάλ που ξώμεινε κι αυτός στην Côte d'aZur, το χρυσό του γαλάζιου που έστησε στον τοίχο ο Μιρό, τo γαλάζιο των azulejos
με τα οποία Μαροκάνοι και Πορτογάλοι κοσμούν κατοικίες ανθρώπων και θεών, το μπλε του Αιγαίου που ρούφηξε τον πόνο του πατέρα του Θησέα, το βασιλικό μπλε στα αγγεία της Θήρας
και στις τοιχογραφίες της Κρήτης,
το χρώμα που διαπερνά τα μάτια των γυναικών των καραβοκύρηδων στο κατευόδιο
και που σουρώνει σε ανεξίτηλη κουκίδα περιμένοντας, σαν το φεγγάρι, να γιομίσει ξανά στην επιστροφή τους, το φωτεινό γαλάζιο που ύμνησε ο Ελύτης και που υπαινιχτικά σκαρφάλωσε στα καταστρώματα του Σεφέρη, το μαβί μπλε-ξόδι των θαλασσοπνιγμένων, το σκούρο μπλε της θάλασσας των βουτηχτάδων που διηθεί το φως, του βυθού το μπλε όλων αυτών που έλκονται από τη σκοτεινιά και τη σιωπή του υδάτινου κάτω κόσμου...
Το κυανούν της θάλασσας που, προπάντων κάθε καλοκαίρι, αναζητάμε όλοι εμείς που ζούμε τριγύρω από τη Μεσόγειο, που μας κάνει να λιώνουμε μόλις το αντικρύσουμε λαχταρώντας να βυθιστούμε μέσα του, αυτό που κάθε χρόνο σαν γητεμένοι αποζητούμε, σε όλες του τις εκφάνσεις και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, στα κύματα που σκάζουν στα ίσαλα του πλοίου, στην πινελιά της θαλασσογραφίας, στο λουλακί του παραθυριού, στην απεραντοσύνη κάτω από το μπαλκόνι,
στην παρένθεση στο μπλουζάκι, στην κορνίζα στο τραπέζι, στην ταπετσαρία του υπολογιστή, στην αγαπημένη φωτογραφία, στα γλαύκα μάτια της, ναι αυτό της κάθαρσης το χρώμα.
και καθρεφτίζει απόκρημνα βράχια, όπως ξαπλώνει στη γραμμή του ορίζοντα και στραφταλίζει κάτω από τον ήλιο. Το μπλε του Πικάσο,
καταφύγιο ψυχής μετά το θάνατο του φίλου του, το μπλε του Ιβ Κλάιν,
του αυτοσχεδιασμού και της αναζήτησης της φόρμας, το μπλε του Ματίς
που χαρτόκοβε φιγούρες γυναικείες όταν δεν μπορούσε να ζωγραφίζει, το μπλε του Σαγκάλ που ξώμεινε κι αυτός στην Côte d'aZur, το χρυσό του γαλάζιου που έστησε στον τοίχο ο Μιρό, τo γαλάζιο των azulejos
με τα οποία Μαροκάνοι και Πορτογάλοι κοσμούν κατοικίες ανθρώπων και θεών, το μπλε του Αιγαίου που ρούφηξε τον πόνο του πατέρα του Θησέα, το βασιλικό μπλε στα αγγεία της Θήρας
και στις τοιχογραφίες της Κρήτης,
το χρώμα που διαπερνά τα μάτια των γυναικών των καραβοκύρηδων στο κατευόδιο
και που σουρώνει σε ανεξίτηλη κουκίδα περιμένοντας, σαν το φεγγάρι, να γιομίσει ξανά στην επιστροφή τους, το φωτεινό γαλάζιο που ύμνησε ο Ελύτης και που υπαινιχτικά σκαρφάλωσε στα καταστρώματα του Σεφέρη, το μαβί μπλε-ξόδι των θαλασσοπνιγμένων, το σκούρο μπλε της θάλασσας των βουτηχτάδων που διηθεί το φως, του βυθού το μπλε όλων αυτών που έλκονται από τη σκοτεινιά και τη σιωπή του υδάτινου κάτω κόσμου...
Το κυανούν της θάλασσας που, προπάντων κάθε καλοκαίρι, αναζητάμε όλοι εμείς που ζούμε τριγύρω από τη Μεσόγειο, που μας κάνει να λιώνουμε μόλις το αντικρύσουμε λαχταρώντας να βυθιστούμε μέσα του, αυτό που κάθε χρόνο σαν γητεμένοι αποζητούμε, σε όλες του τις εκφάνσεις και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, στα κύματα που σκάζουν στα ίσαλα του πλοίου, στην πινελιά της θαλασσογραφίας, στο λουλακί του παραθυριού, στην απεραντοσύνη κάτω από το μπαλκόνι,
στην παρένθεση στο μπλουζάκι, στην κορνίζα στο τραπέζι, στην ταπετσαρία του υπολογιστή, στην αγαπημένη φωτογραφία, στα γλαύκα μάτια της, ναι αυτό της κάθαρσης το χρώμα.
υγ.sub-marine photo by Leonidas
Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2011
Εκτός συστήματος
Αξημέρωτα ακόμα, περιμένοντας στη στάση για το λεωφορείο της δουλειάς, τον συναντώ μερικές φορές να διασχίζει το μεγάλο δρόμο. Στρέφει το κεφάλι αριστερά-δεξιά, γρήγορα και κοφτά, ελέγχοντας για αυτοκίνητα. Κινήσεις πλάσματος σε αρχαία ζούγκλα όπου οι ρόλοι θηράματος-θηρευτή εναλλάσσονται ταχύτατα όπως και σε τούτον δω τον παρία του ετοιμόρροπου συστήματος. Πόσο αταίριαστος ο πρωτόγονος αυτός στις σκιές των γιγάντων της Βωβόπολης, της πρωτεύουσας που υποκρίνεται την ισοδύναμη σε τεχνολογική αίγλη της Σιγκαπούρης. Πόσο αταίριαστος αυτός ο άστεγος με όλους εμάς τους προγραμματισμένους εργαζόμενους, στα μπουλούκια των στάσεων. Όχι γιατί εμείς έχουμε στέγη, οικογένεια, δουλειά κι αυτός όχι, αλλά επειδή εκείνος έχει από καιρό σταματήσει να υποκρίνεται τον εντάξει, τον κριτή και υπόχρεο, τον μαζί-τα-φάγαμε, τον ψηφοφόρο, το λουφαδόρο, το φιλόδοξο, το βολεμένο, τον πληγμένο και πληγωμένο, τον αγανακτισμένο, τον ενεργό ή αποκοιμισμένο πολίτη κι εμείς συνεχίζουμε να σέρνουμε το φορτίο των δικαιολογιών μας.