Η γιαγιά ήταν σίφουνας, ακόμα κι όταν σερνόταν, στηριζόμενη σε κάποιο απ’ τα πολλά της μπαστούνια. Είχε ένα μπαστούνι για κάθε περίσταση. Το γυαλιστερό για τις επισκέψεις, ένα απλό για το σπίτι και το πιο φθαρμένο απ’ όλα για την αγαπημένη της θάλασσα. Χειμερινή κουτσή κολυμβήτρια, το χρησιμοποιούσε για να φτάσει στα βαθιά κι όταν η άνωση την ελευθέρωνε απ’ το βάρος των πολλών παραπανίσιων κιλών, το εκτόξευε προς την ακτή και χάρη σ’ ένα μυστηριώδη αλλά απαραβίαστο κανόνα, το ανακτούσε πάντα στην έξοδό της.
Η αισιοδοξία της δεν άφηνε χώρο σε φόβους. Γι’ αυτό κι αποφάσισε την παράτολμη εγχείριση.
Δυο φορές έπαθε ανακοπή στο χειρουργείο και μεταφέρθηκε σε μαύρο χάλι στην εντατική.
Η γυναίκα που αντικρίσαμε ξαπλωμένη στο κρεβάτι, δεν είχε καμιά σχέση με τη γιαγιά. Μια σωσίας με τα χαρακτηριστικά της ήταν και ξένη έκφραση. Τα μάτια της είχαν γίνει τεράστια. Η έκπληξη απ’ όσα αντίκρισε στο σύντομο πήγαινε – έλα, τη σημάδεψε με τρόμο και θυμό.
Έχετε δει τα μάτια των ανθρώπων που τους ξέχασαν στα γηροκομεία; Είναι σα να έχουν αντικρίσει ήδη ένα μέλλον που δεν τους αρέσει καθόλου. Είναι ένα μέρος όπου δε θέλουν να πάνε. Το παρελθόν τους δεν έχει πια σημασία. Θα μπορούσε ν’ ανήκει σε κάποιον άλλον. Αυτό εκεί μπροστά δεν έχει καμιά σχέση μ’ όσα τους υποσχέθηκαν. Όλα αυτά τα μεγάλα και εξαπατημένα μάτια κάτι ξέρουν. Δεν θέλουν να μιλούν γι αυτό, αλλά η έκφραση τα λέει όλα.
Μετά την ανακοπή, οι γιατροί επανέφεραν την καρδιά, αλλά με την ελπίδα δεν τα πολυκατάφεραν. Το πρώτο ταξίδι της γιαγιάς στο θάνατο, δεν ήταν σ’ ένα κόσμο λουσμένο από φως.
Η επιστροφή δεν πρέπει να οφειλόταν μόνο στις συσκευές ανάνηψης. Γύρισε φοβισμένη αλλά κυρίως τσαντισμένη. Μια ζωή αρχηγός, δεν ήθελε να συνταξιδέψει με τον τρόμο. Κάπου στο δρόμο απαίτησε μια παράταση για να λογαριαστεί μαζί του.
Γι αυτό και δεν ήθελε να μας δει. Μας αγαπούσε κι οφείλαμε να το ξέρουμε. Τώρα δεν προλάβαινε ν’ ασχοληθεί άλλο μαζί μας. Χρειαζόταν χρόνο για την τελευταία μάχη και δεν χαλάλιζε λεπτό για κανέναν μας.
Χρειάστηκε να την πιέσω για ένα φιλί. Αυτή, που χωρίς κανείς να προλαβαίνει να της το ζητήσει, άπλωνε τα χέρια για να χωρέσει τους πάντες, τώρα μου έκανε χάρη για να μ’ αγκαλιάσει. Της ψιθύρισα για την αγάπη. Δεν μ’ έπαιρνε να μιλήσω μεγαλόφωνα. Κούνησε το κεφάλι της. Το ήξερε είπε.
Μου ζήτησε να μείνει μόνη. Κάτι ακαθόριστο ατένιζε. Κάτι περίμενε. Κάτι έπαιρνε σιγά - σιγά απόφαση. Έζησε όσο χρειαζόταν για να το κατανοήσει. Τι να κουβέντιαζε με το θάνατο; Δεν της αρέσανε τα λόγια του, ούτε κι η ανάσα του εκεί κοντά της. Φαινόταν στο βλέμμα της. Είκοσι μέρες συζήταγε μαζί του και την τελευταία το πρόσωπό της γαλήνεψε. Τα είχαν βρει.
Ο φόβος πέθανε πρώτος.
Σιγά μην τη νίκαγε!
Ανάρτηση για την "Ημέρα ενάντια στο φόβο". Περισσότερα εδώ: http://grfear.blogspot.com/
Αλίμονο, μια τέτοια νίκη είναι Πύρρειος, έχει μεγάλο κόστος. Θα μου πεις είναι μια νίκη, ως τέτοια καταγράφεται.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ ωραίο κείμενο και πολύ δυνατή ιστορία
Ο φόβος πεθαίνει πρώτος και η ελπίδα τελευταία, καλό μου ακούγεται...
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιώργο,
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ ιστορία είναι αληθινή.
Στο κείμενό σου, μου άρεσε πολύ η φράση: "ο φόβος είναι πολιτικώς μεταδιδόμενο νόσημα".
HappyHour,
Πολύ δυναμικό το ποστ σου για το φόβο. Μου θύμισε κουρδιστό πορτοκάλι, αν και οι αντίστοιχες σκηνές του Κιούμπρικ ήταν λιγότερο απωθητικές από τα κεντρικά δελτία :-)
Σας ευχαριστώ πολύ για την επίσκεψη και τα σχόλια.
Συγκλονιστική ιστορία, γραμμένη με υπέροχο τρόπο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚι αν μπορείς να νικάς αυτόν τον φόβο, που μάλλον είναι ο μεγαλύτερος κι οι άλλοι παλεύονται.
Τσαλαπετεινέ,
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ πάρα πολύ. Κι εγώ νομίζω πως ο φόβος του θανάτου είναι ο μεγαλύτερος και ίσως ο μόνος σημαντικός. Από τη μια σημαδεύει το βασικότερο ένστικτο κι απ' την άλλη, αν καταφέρεις να τον γνωρίσεις και να τον αντιμετωπίσεις, είναι δύσκολο να γυρίσεις πίσω :-)