Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

Παρελάσεις



Προχθές είχα κατέβει στην Αθήνα. Η μέρα ήταν μουντή, ο ήλιος πάλευε να ξεμυτίσει, ο καιρός μόλις που ξάνοιγε μετά τα πρωτοβρόχια. Το κέντρο εξακολουθούσε και στάλαζε μαυρίλα και θλίψη. Ο περισσότερος κόσμος περπατούσε σχεδόν τρεκλίζοντας και όταν κάποιος σκούνταγε τον άλλον, το πιθανότερο ήταν ότι θα τον “στόλιζε” κι από πάνω. Οι συνήθεις συζητήσεις με τους μικροπωλητές παρέμεναν στον αέρα, οι συναλλαγές στα περίπτερα γινόντουσαν χαμηλόφωνα, οι λαχειοπώλες, φώναζαν εις μάτην. Περιφερόμενοι και απόκληροι τόνιζαν το ταμπλώ βιβάν της γενικότερης απελπισίας.
Περιμένοντας να περάσω από το φανάρι της Πατησίων, μπροστά στο Λουμίδη που μοσχοβολούσε καφέ και καραμέλες βαλντά ένιωσα την αναστάτωση από τα δεξιά μου. Καμιά διακοσαριά άτομα κατέβαιναν πιάνοντας τη μισή Πανεπιστημίου, ενώ δίπλα τους αυτοκίνητα και μηχανάκια περνούσαν αδιάφορα. Μια πορεία από απεργούς, πρώην εργαζόμενους της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης, υποστηριζόμενη από κάποιες λαϊκές συνελεύσεις και άνεργους από γειτονιές υποβαθμισμένες και τώρα πια ταπεινωμένες. Με συνθήματα ξεθωριασμένα, με φωνές ξεψυχισμένες, και ένα ταμπούρλο από πίσω να κρατάει κάποιο ρυθμό, σίγουρα δεν στόχευαν την “ανατροπή”. Κατέβαιναν προς την Ομόνοια και μετά-υπέθεσα-στο υπουργείο εργασίας, κοινωνικών ασφαλίσεων, απασχόλησης, ανεργίας ή όπως αλλιώς το λένε σήμερα... Στον απόηχο του “απεργιακού κλοιού”, που εντέχνως τονίζουν και οι ειδήσεις, κάποιοι πρώην και νυν εργαζόμενοι συνέχιζαν να μας θυμίζουν ότι τίποτε δεν τελειώνει μέχρι να τελειώσει.

Κοντοστάθηκα και τους κοίταζα έναν-έναν· προσπαθούσα να αναγνωρίσω κάποιο λαμόγιο, προσπαθούσα να εντοπίσω κάποιον τεμπέλη δημόσιο υπάλληλο, να ταυτοποιήσω κάποιον που τον διόρισε ο πατέρας του, να ξεχωρίσω κάποιον για τον οποίο έγλυψε κατουρημένες ποδιές η μάνα του, κάποιον που να θέλει να κάθεται και να πληρώνεται, κάποιον που να παραποίησε τη σύνταξη από αναπηρία...
Είχαν ήδη περάσει όταν συνειδητοποίησα ότι στεκόμουν προσοχή. Αυτοί είναι οι ήρωες της καθημερινότητάς μου, της πατρίδας μου, της εποχής μου, αυτοί που χάνουν το μεροκάματό τους, αυτοί που το έχουν ήδη χάσει, αυτοί που δεν είναι “αγωνιστές”, αυτοί που δεν πάνε να ξεκινήσουν την επανάσταση αλλά να βρουν το δίκιο τους, αυτοί που δεν θέλουν να καθοδηγούνται και να ποδοπατούνται, που αυθόρμητα βγαίνουν στο δρόμο, αυτοί που αφελώς και εις το διηνεκές επιμένουν, όλοι αυτοί πρέπει να παρελάσουν σήμερα.

Οι υπόλοιποι εμείς που φοβόμαστε, που δεν αντέχουμε, που βαριόμαστε, που δεν πιστεύουμε, ας μείνουμε στα γραφεία και στα σπίτια μας κοιτώντας φαρμακωμένοι μέσα από τις κουρτίνες...

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

Δάκρυα


Πήγαινα Τρίτη γυμνασίου όταν ήρθε στο σχολείο καινούρια Γυμνασιάρχης. Η πρώτη γυναίκα σε θέση διευθυντική,  που γνωρίζαμε. Μεσήλικη, ψηλή, ξανθή, ανάσαινε περηφάνια και ξεφυσούσε αυτοπεποίθηση.  Φιλόλογος ήταν, αλλά περισσότερο κι από τ’ αρχαία, μας μιλούσε για ευθύνη, σοβαρότητα, αξιοπρέπεια, φεμινισμό.  Ήλιος μας φαινότανε και κρεμόμαστε όλα τα κορίτσια απ’ τα χείλη  της. Θέλαμε να της μοιάσουμε.
Μια μέρα, διασταυρώθηκε με μια μαθήτρια που έκλαιγε. Και μία άλλη και μία τρίτη. Δεν θυμάμαι το λόγο των αναφιλητών. Κακοί βαθμοί;  Τους κακομίλησε κάποιος καθηγητής/συμμαθητής/φίλος; Κάτι  απ΄ όλα αυτά. Σημασία έχει η διάλεξη που μας έδωσε στη συνέχεια. Μάζεψε εμάς τα κορίτσια και μας ανέλυσε πόσο εκβιαστικό, εξευτελιστικό, πόσο ενοχλητικό για τους άλλους, πόσο μεγάλο πλήγμα για την αξιοπρέπειά μας και την εικόνα της γυναίκας γενικότερα, είναι να λιώνουμε στα δάκρυα μπροστά στον κόσμο. Μας είπε πως τα κόκκινα μάτια, οι μυξιασμένες μύτες, η συγκινησιακή φόρτιση συνιστούν θέαμα αντιαισθητικό. Προσβλητικό. Μας μίλησε για την ισότιμη σχέση με το σύζυγό της. Το θαυμασμό που ένιωθαν ο ένας για τον άλλο. Θαυμασμό που δεν αποσπάστηκε βιαίως ούτε κερδήθηκε από περιττές υγρασίες Είπε πολλά. Τα είπε με παγερή αυστηρότητα. Σαν κρυοπηξία τα λόγια της για μένα την κλαψιάρα.  

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

Χριστιανική Αυγή

Πατώντας στα μπλε γράμματα, βλέπετε το σύνδεσμο, που διηγείται μια χριστιανική ιστορία.

Tα ονόματα των αλλοδαπών νηπίων ζήτησε από τους παιδικούς σταθμούς η χρυσή Αυγή μέσω του υπουργού Ευρυπίδη Στυλιανίδη
"Άφετε τα παιδία και μη κωλύετε αυτά ελθείν προς με, των γαρ τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών" (Ματθ. 19,14)

«ἐπείνασα γάρ, καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με. ..· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. κε’ 42-45)

«Πηγαίνετε· δέστε, εγώ σας στέλνω σαν αρνιά ανάμεσα σε λύκους.» (Λουκά κι’ 3)

«ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν, ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς»  (Ματθ.  ε´ 44)

"Η αγάπη μακροθυμεί, χρηστεύεται, η αγάπη ου ζηλοί, η αγάπη ου περπερεύεται, ου φυσιούται, ουκ ασχημονεί, ου ζητεί τα εαυτής, ου παροξύνεται, ου λογίζεται το κακόν, ου χαίρει επί τη αδικία, συγχαίρει δε τη αληθεία. πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει. η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει." (Α’ Επίστολή Παύλου προς Κορινθίους)
Οι έλληνες υστερούν στην εκμάθηση και κατανόηση της μητρικής τους γλώσσας. Τα ελληνόπουλα δεν μαθαίνουν τη νεώτερη ιστορία. Τόσο την παγκόσμια όσο και την ιστορία του τόπου τους. Διδάσκονται περισσότερα θρησκευτικά από Φυσική και Χημεία. Συνειρμοί περί του ρόλου της χημείας στη λειτουργία του εγκεφάλου είναι αναπόφευκτοι. Τελικά όμως, ούτε τα θρησκευτικά διδασκόμαστε σωστά.

Απόλλωνες και Διόνυσοι


Υπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι που κοιτάνε πάντα μπροστά
που ξεδιψούν με αδρεναλίνη
που εκρήγνυνται σαν το ρόδινο σαμπανίτη
που χαράζουν το χρόνο τους λες και τους ανήκει
που αντιπαρέρχονται τα πρέπει τους για χάρη μιας ξεγνοιασιάς και μιας ψυχικής αλεγράδας

οι αμετροεπείς, οι ανατρεπτικοί, οι αστίχοιστοι, οι αστόχαστοι, οι ανερμάτιστοι

Είναι αυτοί που σε παιδεύουν
Που σε οικτίρουν όταν τους ξυπνάς μια ανάμνηση θολωμένοι από το ναρκισιστικό παιχνίδι τους
Που δεν σε παρηγορούν αλλά σε γεμίζουν μουσικές
Που δεν σε αφήνουν να γκρεμιστείς μέσα στη δίνη των γεγονότων και την ανεμελειά των μικροπαθών σου
Που σε χαράζουν ανεξίτηλα

Είναι αυτοί που θα σε εξοργίσουν με τις απιστίες τους, με την ασυνέπειά τους, που δεν μαθαίνουν από τα λάθη τους, αλλά πέφτουν με τα μούτρα στα ίδια και σε άλλα πολλά όπως αυτά που λιγοστεύουν μόνο με την ηλικία
Που σου μιλούν σε γλώσσα ακατάλληλη για ευαίσθητα παιδικά αυτιά
Που τσαλακώνουν τις αντιρρήσεις σου
και σβήνουν τις αναστολές σου
Που όταν εσύ είσαι εδώ, αυτοί είναι κάπου αλλού εκεί έξω
Που σε κοιτούν με μάτια κόκκινα που ταξιδεύουν πέρα από σένα, πίσω, μακριά
Που σε ξεσηκώνουν σκαλίζοντας τη φωτιά που σιγοκαίει μέσα σου και σιγοβράζει την ψυχή σου
Που σε τραβάνε για μέρη που δεν υπάρχουν, δεν τα 'χεις σκεφτεί ή ονειρευτεί, μόνο που τα βλέπεις τώρα μπροστά στα μάτια σου σαν τον πλέον εύκολο προορισμό
Που σε εξοργίζουν όταν σε φέρνουν σε δεύτερη μοίρα, όταν σε ξεχνούν στην καθημερινότητα σου, όταν σε παραμελούν με πειστική δικαιολογία επιχειρηματολογώντας επονείδιστα, όταν σε ξεσηκώνουν φωνάζοντας...
Αλλά εσύ όταν είσαι μαζί τους λιώνεις σαν καραμέλα με άλικη γεύση, μεθάς με τα χρώματα του ορίζοντα, σκύβεις να πιείς από την πηγή και ξαναγίνεσαι πάλι παιδί.

Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2012

Μαμά, πού πας;

Λοιπόν. Η μητέρα μου είναι τρελή. Όχι, πως η ψυχική υγεία ενός μόνο ανθρώπου έχει τόση σημασία όταν στροβιλίζονται λέξεις ασήκωτες, όπως φτώχεια, βία, φασισμός, καταστολή, βασανιστήρια, υποτέλεια, ταπείνωση κι απανθρωπιά. Αλλά και χωρίς αυτά, είναι πολύ μοναχικό θέμα. Λίγοι μιλούν για το Αlzheimer, κι ακόμα λιγότεροι για την επιθετική του φάση. Άλλη μια υπερήλικη γυναίκα, με χρόνια άνοια πέρασε μέσα σε λίγες μέρες από το στάδιο της αγαθής αμυαλοσύνης στην παράνοια. Μόνο που αυτή η γυναίκα είναι η μητέρα μου. Και το πέρασμά της, καμιά σχέση δεν έχει με την κρίση. Έχει μια σύνταξη που καλύπτει τα έξοδά της, ανθρώπους να τη νοιάζονται, να την πηγαίνουν στους γιατρούς, να στέκουν δίπλα της. Αλλά η τρέλα είναι εδώ. Κι είναι αμείλικτη. Υπάρχουν λέει στις ψυχώσεις οι αρνητικές φάσεις, της κατάθλιψης ας πούμε, κι οι θετικές, της παράνοιας ή της μανίας. Είμαστε στο Limit up των θετικών. Βγαίνει στον κήπο και βρίζει τα περαστικά παιδιά. Σε μια βδομάδα πέταξε στα σκουπίδια τα ρούχα, το βιβλιάριο υγείας και την καινούργια κλικλίκου-friendly τηλεόρασή της. Άπαντα εξαφανίστηκαν. Τώρα κοιτάει την άδεια φωλιά  της παλιάς της παρέας κι αναρωτιέται ποιος πέταξε την οθόνη. Το μάτι της στον κόσμο. Ένα μάτι, που βέβαια, χρόνο με το χρόνο θάμπωνε, της ήταν όλο και πιο αδιάφορο. Όλο και πιο ακατανόητο.
Μόνη, τις ώρες που λείπουμε σε δουλειές και σχολεία, εμπλουτίζει τις φανταστικές της ιστορίες. Εφευρίσκει συγγενείς και ζωγραφίζει διώκτες. Οικοδομεί ήρωες γεμάτους κακία και μένος εναντίον της. Πιστεύει πως είναι κυνηγημένη δραματική ηρωίδα. Και είναι. Αλλά όχι της πλαστής της ιστορίας.
Κι από την πίσω μεριά του γρατζουνισμένου τοίχου εμείς. Τα παιδιά που παγώνουν απέναντι σε μια γιαγιά που τη μια μέρα τα κανάκευε και την άλλη συμπεριφέρεται σαν τη Λίντα Μπλερ στον εξορκιστή. Ο έκπληκτος καλός μου, που μέχρι χτες ήταν ο γιος της και ξαφνικά στοχοποιήθηκε ως ο βασικός κακός του οικογενειακού B movie σεναρίου. Κι εγώ. Χρόνια να προσπαθώ να κρατήσω ζωντανή τη θεραπευτική μυρωδιά της μάνας που λαχταρούσα κάθε φορά που ανέβαζα πυρετό. Την προετοιμασία της καθημερινής πορτοκαλάδας. Να ζουλάει τα φρούτα στο γυάλινο στίφτη. Να βάζει δύναμη από τον ώμο, στο χέρι ως την παλάμη. Ν’ αποσπάει και την τελευταία βιταμίνη για τα παιδιά της. Καμιά ώρα το πάλευε. Και μετά να μας φωνάζει. «Πιείτε το τώρα-τώρα που είναι φρέσκο! Μετά, γίνεται νερό.» Νερό. Ξεπλένονται οι άτιμες οι αναμνήσεις. Σανίδες σου λέει, της κακιάς ώρας. Βουλιάζουν. Το παραμορφωμένο πρόσωπο του σήμερα δεν ταιριάζει με την όμορφη γυναίκα που έκανε ένα τέταρτο για να βάλει σωστά το κοκκινάδι, να βουρτσίσει τα γυαλιστερά μαλλιά, να ρουφήξει τα μάγουλα και να γυρίσει λίγο στο πλάι το κεφάλι μπροστά στον καθρέφτη. Κι εγώ στην πόρτα του υπνοδωματίου να την καμαρώνω και να σουφρώνω τα χείλη, να τη μιμούμαι, να φοράω τις γόβες της κρυφά και να κάνω ένα βήμα στο παπούτσι, ένα μπρος. Έχω ψηλώσει, έχω μεγαλώσει. Έχει μικρύνει. Σαν την Αλίκη που ήπιε το φίλτρο και περνάει μέσα από κλειδαρότρυπες. Το σκάει και δεν την προλαβαίνω. Το σκάει και δεν τη θυμάμαι.

Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2012

Teremok, η μικρή καλύβα (ένα παραμύθι)


Μια φορά κι έναν καιρό, μια μικρή μύγα έχτισε μία μικρή καλύβα μέσα στο δάσος.
Ο ψύλλος πήδησε, είδε την καλύβα και χτύπησε την πόρτα της:
-Ποιος μένει σε αυτήν την καλύβα;
-Εγώ είπε η μικρή μύγα, και ποιος είσαι συ;
-Είμαι ο ψύλλος που πηδάει.
-Έλα να μείνεις μαζί μου.
Και ο μικρός αρουραίος έτρεξε, είδε την καλύβα και χτύπησε την πόρτα της:
-Ποιος μένει σε αυτήν την καλύβα;
-Εγώ, είπε η μύγα.
-Κι εγώ, ο πηδηχτός ψύλλος, και ποιος είσαι συ;
-Είμαι ο αρουραίος των αγρών.
-Έλα να μείνεις μαζί μας.

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2012

Η Ελλάδα που αλλάζει


Κατεβαίνοντας σήμερα απ’ το λεωφορείο με το συνάδερφο, συναντήσαμε μια ομάδα από... Ω, θα καταλάβετε αμέσως, το είδος της ομάδας. Φέρει τ’ όνομα ενός γράμματος. Ή της εκβολής ενός ποταμού. Ξέρετε. Εκεί μου μαζεύεται η βρωμιά. Εκεί που οι προσχώσεις μολύνουν τη θάλασσα.  
Σιδερόφρακτοι, πάνοπλοι, με τις μηχανές, με το ύφος του τσόγλανου και τα γιλέκα τ’ αδιάτρητα απ’ την ανθρωπίλα.
Παλιά, σκεφτόμουν, πως κάποτε, κάποιοι απ’ αυτούς, μπορεί ν’ αλλάζαν δέρμα. Να παρατήσουν τις στολές στη μέση του δρόμου ή έστω να τις καταχωνιάσουν στο μπουντρούμι. Να πατήσουν αυτό το ύφος της εξουσίας σαν τσιγάρο που μόλις σιχάθηκαν.
Παλιά. Τώρα, δεν σκέφτομαι. Μόνο ανακατεύομαι.
-          Εκατό κιλά είναι ο εξοπλισμός τους, παρατήρησε ο συνάδερφος.
-          Και τους τα ‘χουμε όλα πληρωμένα εμείς, συμπλήρωσα με μούτρα. Εντός κι εκτός.
-          Την μπέμπελη θα βγάλουν μ’ αυτή τη ζέστη.
Και σκέφτηκα πάλι. Και να ξαπλωθούν κάτω από θερμοπληξία, δεκάρα δεν δίνω.  
Σαν να κοπάνησα αιφνιδιαστικά σε καθρέφτη. Χωρίς να οχυρωθώ πίσω από χαμόγελα. Πριν στρώσω τα μαλλιά. Πριν μαλακώσω. Σκληρότητα. Να μου ‘λεγες  μερικά χρόνια πριν, πως θα λογάριαζα έτσι ανθρώπους, θα σε πέρναγα για παλαβό.

Πριν


Μην τους κοιτάμε για λίγο. Όσο και να ‘χουμε το νου μας, κρατούν μαχαίρια. Ας αρπάξουμε μια άκρη  από κείνο το σύννεφο που μου μοιάζει. Να κρατήσουμε για λίγο το κεφάλι έξω απ ‘ το νερό. Ν’ αναπνεύσουμε βαθιά. Να θυμηθούμε τ’ άγγιγμα. Το δέρμα. Τον τρόπο που κρατάει το στυλό. Τη μυρωδιά των μαλλιών τους. Τ’ ανέγγιχτα μάτια των παιδιών μας. Τα κύματα, τις σαχλαμάρες, το πώς χτυπούσες τα πόδια απ’ τα γέλια, τις βουτιές, τα φύλλα,  τα φιλιά, τη γη που ανέπνεε κάτω απ’ τα γυμνά μας πόδια –να άκου την καρδιά της να χτυπάει στις πατούσες σου- τα δέντρα, τις ανάσες, τους αναστεναγμούς, την άμμο να γλιστράει στα δάχτυλα, τότε που ο μπαμπάς άνοιξε τα μάτια και γέλασαν. Σαν από μόνα τους. Ή σαν να ήταν μόνο μάτια.  Λίγο πριν. Να θυμάμαι. Να θυμηθώ. Να θυμηθούμε. Ν’ ανασάνουμε. Να σκεφτούμε. Πριν.